Έφυγε. "Καλά; Αυτό μόνο;", σκέφτηκε ο Κ. καθώς έβλεπε τη σιλουέτα της να σβήνει στο σκοτάδι. Μπήκε στο αυτοκίνητο του και σιωπηλά έφυγε αποδεχόμενος την ήττα του. Οδηγούσε αργά στον ερημικό δρόμο. Σταμάτησε απότομα στην άκρη του δρόμου. Βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε τον χώρο των αποσκευών. Ήταν ακόμη εκεί, τυλιγμένα στο λευκό μανδύα από μετάξι. Είχε να τα φορέσει από το προηγούμενο καλοκαίρι. Δεν μπορούσε να θυμηθεί γιατί σταμάτησε να πετάει. Τα φόρεσε με προσοχή.
Ο αέρας ήταν κρύος και καθαρός, εδώ πάνω, απαλλαγμένος από τις ανάσες των ανθρώπων. Θα πήγαινε να τη δει. Έστω από μακρυά. Καθώς πετούσε όλο και πιο ψηλά θυμήθηκε τι του είχε πει κάποτε το δένδρο μπροστά στο οποίο είχε βρει τα φτερά. "Είναι δικά σου, πάρ' τα, αλλά πρόσεχε μην πετάξεις κοντά στο φεγγάρι γιατί τότε τα όνειρα θα σε πάρουν μακριά". Συνέχισε να πετάει προς εκείνη. Το πλήθος γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Οι μάσκες τους όλο και πιο τρομακτικές ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν από ψηλά. Δεν μπορούσε να τη βρει. Δεν σταμάτησε όμως στιγμή να ψάχνει.
Ξαφνικά νεκρά σώματα αγγέλων με σπασμένα φτερά άρχισαν να πέφτουν τριγύρω του. Από κάτω του σκοτεινές τερατόμορφες φιγούρες εκτόξευαν τα βέλη τους με δαιμονική ταχύτητα. Δένδρα άρχισαν να ψηλώνουν τόσο που έφτασαν στο ύψος που βρισκόταν και του έκλειναν το δρόμο. Φριχτά μαύρα πουλιά με διαμαντένια ράμφη και νύχια άρχισαν να του επιτίθενται. Τα κλαδιά τον περικύκλωναν. Τον έπιασαν και τυλίχτηκαν αμέσως στο σώμα του. Τον έσφιγγαν. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Καθώς αντιστεκόταν είδε προς τα πάνω και τότε πρόσεξε πως το φεγγάρι ήταν ακριβώς από πάνω του, με μια γκρίζα ψυχρή λάμψη, σε όλο το μεγαλείο του.
Ξύπνησε ιδρωμένος στο κρεβάτι του. Είχε ορκιστεί ότι δεν θα τη ξαναπατούσε αλλά...