Το σώμα του το είχε κατασπαράξει ο καιρός. Τα μάτια του δεν άντεξαν να βλέπουν συνεχώς εφιάλτες κι άρχισαν να αιμορραγούν για να διώξουν τις άσχημες εικόνες. Οι αλυσίδες με τις οποίες κάποτε τον είχαν δέσει για να απαλλαχθούν από την -ενοχλητική για τον γκρίζο επίπεδο κόσμο τους- παρουσία του, αιωρούνταν θλιβερές και σκουριασμένες. Είχαν περάσει αιώνες που έστεκε ακίνητος σε αυτή τη κόλαση άλλα ακόμη την περίμενε. Θα ερχόταν τελικά. Θα ερχόταν. Ανησυχούσε όμως για το αν θα τον αναγνωρίσει. Έπρεπε να την βοηθήσει να τον θυμηθεί. Σαν κεραυνός σε ένα πένθιμο ουρανό μια σκέψη διέσχισε τον νου του. Είχε κάτι που σίγουρα θα το αναγνώριζε ακόμη και μετά το τέλος των κόσμων. Την κράτησε σφιχτά στα κουρελιασμένα χέρια του. Ήταν το μόνο πράγμα που του είχε μείνει. Αυτή και το μυαλό του...