Είμαι κι εγώ από αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να καταργηθούν οι μαθητικές παρελάσεις. Κρίνοντας από τον εαυτό μου αλλά και από φίλους, ποτέ δεν σήμαινε κάτι η παρέλαση. Πλάκα κάναμε, κοιτούσαμε τα πόδια των κοριτσιών, χαιρόμασταν που χάναμε μάθημα και τίποτα παραπάνω. Θεωρώ ότι οι παρελάσεις δεν προσφέρουν στη μνήμη και δεν τιμούν τους προγόνους μας. Θα ήταν πιο εποικοδομητικό η σωστή διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία. Νομίζω είναι σοφότερο εκείνη την ημέρα οι μαθητές να τιμούν συμμετέχοντας σε μια συζήτηση, διαβάζοντας τις εργασίες τους που έχουν ετοιμάσει για τη συγκεκριμένη επέτειο, βλέποντας ντοκιμαντέρ ή ακόμη και ταινίες (π.χ. "Ψηλά τα χέρια Χίτλερ" με τους αξεπέραστους Β. Διαμαντόπουλο & Θ. Βέγγο). Επιπλέον και μόνο που βλέπεις κάτι φάτσες σαν τον Καρατζαφέρη και τον Ψωμιάδη καθώς και το παπαδαριό να είναι πρώτες μούρες σε κάτι τέτοιες εκδηλώσεις πρέπει να σε βάζει σε σκέψεις για την αξία τους.
Επίσης κι οι στρατιωτικές παρελάσεις πρέπει να καταργηθούν. Εκτός του ότι δεν είμαστε κανένα μιλιταριστικός λαός (θέλω να πιστεύω), το κόστος για τη μετακίνηση των στρατευμάτων είναι αρκετά μεγάλο συνυπολογίζοντας και τις εργατοώρες που ξοδεύονται για τη προετοιμασία. Εξάλλου έχουμε περάσει, οι περισσότεροι, από τον στρατό και γνωρίζουμε πόσο άριστα λειτουργεί καθώς και το υψηλό του φρόνιμα (Χαχαχα! Sorry δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ:-). Δεν χρειάζεται να το επιδεικνύει και στους δρόμους των πόλεων.
On the other hand -που λένε και οι "σύμμαχοι" μας οι Άγγλοι- δεν μπορώ να καταλάβω την τρεμούρα των αριστεριστών και των "προοδευτικών" που βγάζουν σπυράκια στο άκουσμα της λέξης πατριώτης. Η φιλοπατρία δεν είναι εθνικισμός! Είμαι περήφανος για την καταγωγή μου. Είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας, Μακεδόνας, (που προσπαθώ να γίνω) Άνθρωπος. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμώ τους άλλους λαούς. Στο κάτω κάτω της γραφής όλοι αδέρφια είμαστε. Είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Υπάρχει αντίφαση στο τρόπο σκέψης μου; Δεν νομίζω...
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το συγκλονιστικό κείμενο του Π. Μπαΐλη που διάβασα στο portal του Ελεύθερου Τύπου:
"E, μο διάολε, τράβα το δρόμο σου. Εγώ τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω". Η κ. Ερμιόνη Πρίγκου είχε αγριέψει. Ο Αλβανός αστυνομικός την απειλούσε με φυλακή. Εκείνη όμως επέμενε να τιμήσει -με το δικό της τρόπο, αλλά φανερά πια- τους έξι στρατιώτες που έπεσαν νεκροί δέκα μέτρα από την αυλή της, πριν από 65 χρόνια στα βουνά της Χειμάρρας. Κοριτσάκι τότε, η 74χρονη σήμερα Ερμιόνη θυμάται που έριχνε κι αυτή χώμα για να σκεπάσει τα άψυχα κορμιά των φαντάρων. "Να, εδώ είναι ο Γιάννης. Ο Ματθαίος με τον Αντρέα είναι από εκεί. Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, ο Πάνος είναι από εδώ". Μεγάλωσε με δύο ομαδικούς τάφους στον κήπο της. Γι’ αυτήν οι ήρωες -έστω και νεκροί- έχουν όνομα και ταυτότητα. Και αν άλλοι τούς έχουν ξεχάσει, αυτή, η Ερμιόνη Πρίγκου, αλλά και ο ξάδερφός της, Δημήτρης, 78 χρόνων (ζούσαν τότε μαζί), δεν έπαψαν ποτέ να τους κλαίνε, να τους μιλάνε, να τους ανάβουν ένα κερί περιμένοντας κάποιος από την Ελλάδα να ενδιαφερθεί για τους δικούς τους νεκρούς ήρωες. Για τους υπερασπιστές του τελευταίου ελληνικού οχυρού του νοτιοδυτικού μετώπου στη Χειμάρρα, που έπεσαν δίνοντας χρόνο στους άλλους για να οπισθοχωρήσουν με ασφάλεια. "Αχ, τα παιδιά… Παίζανε μαζί μου. Μου φορούσαν τα καπέλα τους. Ολο ζωή. Το έφερε έτσι η μοίρα και δεν με αποχωρίστηκαν ποτέ. Ούτε εγώ. Ούτε κανένας από την οικογένειά μας. Γεράσαμε μαζί με τα παιδιά. Θα ζούσαν άραγε τώρα; Μπορεί. Την αγάπαγαν αυτά τα παιδιά τη ζωή". Η κυρία Ερμιόνη, η οποία ζει στη ρίζα του βουνού Σκουτάρα, περίπου δέκα χιλιόμετρα από τη Χειμάρρα, έζησε από κοντά -σχεδόν από τα δέκα μέτρα…- το έπος του ‘40. Τις μάχες, το αίμα των φαντάρων, το ρόγχο του αξιωματικού τους λίγο πριν πεθάνει, την ώρα που τους άφηνε το πορτοφόλι του. "Πάρτε το", τους είπε, "εμένα εκεί που θα πάω δεν θα μου χρειαστεί". Στο δικό της διάσελο, 30 μέτρα από την αυλή της, η ιστορία είχε χαρές και πανηγύρια, όταν οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν άτακτα. Δάκρυα, για το στρατιώτη που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της από όλμο. Αγωνία, αν θα γύριζαν τα παιδιά ζωντανά όταν έβγαιναν για μάχη. Αν οι όλμοι που έπεφταν κατά δεκάδες τούς κομματιάσουν όλους. Μοιρολόι, για τους έξι τελευταίους υπερασπιστές του νοτιοδυτικού μετώπου, που έπεσαν νεκροί από τα πολυβόλα των Ιταλών. Αλλά και αγανάκτηση, γιατί κανένας δεν ενδιαφέρθηκε "για τα παιδιά αυτά, να τους ξεθάψει να τους πάει στους δικούς τους, να τους θάψουν στον τόπο τους, να νιώσουν το δάκρυ των δικών τους. Εμ, λέτε δεν καταλαβαίνουν οι νεκροί;".