Κοιτάζοντας τα βιβλία που στοιβάζονταν μέσα στη σκόνη ένας βαρύς ανασασμός έφυγε από τα χείλη της. Ούτε εκείνα την βοηθούσαν πια να ξεφύγει από τους εφιάλτες στης. Οι δαίμονες, οι πιο κοντινοί της φίλοι τον τελευταίο καιρό, θα ερχόταν να στοιχειώσουν τις σκέψεις της, τα όνειρα της. Η λύτρωση που τόσο πολύ πρόσμενε, αργούσε. Σε αυτόν τον μοναχικό πλανήτη που είχε εξοριστεί, η αίσθηση της απώλειας μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Το νεκρό τριαντάφυλλο στην αυλή τής υπενθύμιζε πως ούτε ο σκοτεινός βαρκάρης θα μπορούσε να την πάρει από εδώ. Η τρύπια απόχη έχασκε σαν απομεινάρι μιας άλλης ζωής. Εκεί που βρισκόταν κανένας δεν μιλούσε. Έτσι μόνο οι αναμνήσεις της την κρατούσαν στους δρόμους της λογικής. Δρόμοι που χανόταν όμως στη ζούγκλα της τρέλας. Ο πέτρινος άγγελος, που χλευαστικά ύψωσαν οι τιμωροί της, άρχισε να φωτίζεται από τις νωθρές ακτίνες του χλωμού φεγγαριού. Γύρω του οι φρικιαστικές σκιές μεγάλωναν. Ήρθαν...