Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Βόλτα στο βασίλειο των πλασμάτων του δάσους

Της άρεσε να χάνετε μέσα στο δάσος. Προσπαθούσε κάθε μέρα να το σκάει από το μουντό & γκρίζο κάστρο του πατέρα της, με τις τεράστιες πολυτελέστατες αίθουσες αλλά και με τη τεράστια μοναξιά να την ακολουθεί σαν πιστός φίλος. Μόνο εδώ έξω ένιωθε όμορφα. Εδώ δεν είχε αξιολύπητους κανόνες να κρέμονται σαν βαριές αλυσίδες καταδίκου από τα χέρια της. Δεν είχε τους πομπώδεις πέτρινους τοίχους να την παγιδεύουν. Εδώ μπορούσε να αναπνεύσει βαθιά. Κάθισε να ξεκουραστεί. Πρέπει να είχε περπατήσει αρκετή ώρα αυτό το ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό. Σύντομα στρατιώτες του πατέρα της θα ερχόταν να τη βάλουν πίσω στο χρυσό κελί της. Προσπάθησε να απολαύσει τις τελευταίες στιγμές στο δάσος.
Ένα θόρυβος την έκανε να ξαφνιαστεί και να γυρίσει το βλέμμα της. Μια φιγούρα ενός άνδρα στεκόταν στο βάθος και οι παιχνιδιάρικες ακτίνες του ήλιου, που κατάφερναν να ξεφύγουν από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων, δεν την βοηθούσαν να τον δει καλύτερα. Ωστόσο δεν φοβήθηκε. Άρχισε να την πλησιάζει. Ήρθε δίπλα της. Το χαμόγελό της, που ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε αυτό το μαγικό πράσινο βασίλειο, τώρα είχε παγώσει. Απέναντι της ήταν ένα τρομερός drow, ένα σκοτεινό ξωτικό. Είχε ακούσει τόσες αφηγήσεις γι' αυτά τα φρικτά πλάσματα. Ιστορίες και φήμες ταξίδευαν σε κάθε γωνιά της πόλης της αλλά και των γειτονικών βασιλείων του Βορρά για την ανύπαρκτη ηθική τους, τις βάναυσες συμπεριφορές τους, τα δολοφονικά ένστικτα τους αλλά και την ανυπέρβλητη επιδεξιότητά τους στη μάχη. Πρώτη φορά όμως έβλεπε ένας εκπρόσωπο της υποχθόνιας φυλής τους. Τότε κάτι παράξενο συνέβη. Της χαμογέλασε. Ασυνείδητα χαμογέλασε κι αυτή. Πρόσεξε ότι αιμορραγούσε στον δεξί του ώμο. Και το δικό του αίμα, όπως και το δικό της, ήταν κόκκινο. Τελικά ίσως να μην ήταν τόσο διαφορετικοί. Όμως, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά κι έφυγε, αθόρυβα, σαν αερικό από μπροστά της. Ήξερε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε. Ένιωθε όμως χαρούμενη. Σαν ένας νέος κόσμος να εμφανίστηκε μπροστά της. Ίσως το σκοτάδι να μην ήταν τόσο φρικτό όσο την είχαν κάνει να πιστέψει. Άλλωστε καθημερινά έβλεπε πολλά "τέρατα" να κυκλοφορούν ανενόχλητα στο φως του ήλιου ακόμη και μέσα στα ανάκτορα του βασιλιά.
Ο ήχος από τα βαριά βήματα των στρατιωτών τής υπενθύμισαν ότι ήρθε η ώρα για να επιστρέψει στον -επιβλητικό από έξω αλλά τόσο κενό από μέσα- πύργο της. Τουλάχιστον θα ήταν εκεί κι αδερφή της. Το μόνο πρόσωπο στο οποίο θα μπορούσε να αναφέρει την αναπάντεχη συνάντηση που είχε.