Η καλή μου φίλη Μαργαρίτα με προσκάλεσε να γράψω τους τρεις παραγράφους που ακολουθούν μετά τη πέμπτη σειρά από τη σελίδα 123 του βιβλίου που διαβάζω. Αυτή την περίοδο διαβάζω το "Ένα γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου" του Μαρκ Τουέιν:
Είδα όμως ότι οι λεβέντες στάθηκαν κάπου διακόσια με τριακόσια μέτρα μακριά μου, κι αυτό με ανησύχησε. Η ικανοποίηση μου έγινε καπνός και φόβος με κυρίεψε, ήμουν χαμένος. Η Σάντυ πάντως έλειπε ολόκληρη και ήταν έτοιμη να ξαναβρεί το φλύαρο εαυτό της μα τη σταμάτησα λέγοντας της ότι για κάποιο λόγο που δεν γνώριζα τα μάγια δεν είχαν πιάσει, γι' αυτό έπρεπε να καβαλήσει αμέσως το άλογο της και να φύγουμε όσο πιο πιο γρήγορα μπορούσαμε για να σώσουμε τη ζωή μας. Εκείνη όμως δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Επέμενε ότι τα μάγια μου είχαν εξουδετερώσει τους ιππότες. Δεν προχωρούσαν γιατί δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Σε λίγο θα έπεφταν από τις σέλες τους και τότε θα τους παίρναμε τα άλογα και τον εξοπλισμό τους. Πως να προδώσω την, τόσο απλοϊκή, εμπιστοσύνη που μου είχε; Της εξήγησα λοιπόν ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Πως όταν τα πυροτεχνήματα μου σκότωναν, τούτο γινόταν στη στιγμή. Όχι, οι άντρες αυτοί δεν θα πέθαιναν, κάτι είχε πάει στραβά με το μηχάνημα μου, αλλά ούτε κι εγώ ήξερα τι ακριβώς. Τώρα όμως έπρεπε να του δίνουμε γιατί από στιγμή σε στιγμή θα μας ορμούσαν πάλι. Η Σάντυ γέλασε και είπε:
"Αχ, αφέντη μου, δεν είναι τέτοια η ράτσα τους! Ο σερ Λάνσελοτ μένει και πολεμάει με του δράκοντες, κρατάει γερά και τους ορμάει όχι μόνο μια και δύο φορές αλλά αμέτρητες όπου τους νικάει και τους σκοτώνει. Το ίδιο και ο σερ Πέλινορ, και ο σερ Άγκλοβαλ, και ο σερ Κάραντος, ισως και μερικοί ακόμη, μα κανένας άλλος δεν τολμάει, κι άσε τις γλώσσες τις τεμπέλικες να λένε ό,τι θέλουν. Και συ μου λες πως δεν τους έφτασε ό,τι πάθανε τούτοι οι παλικαράδες της φακής και θέλουν να πάθουν κι άλλα;"
"Τότε τι περιμένουν; Γιατί δεν φεύγουν; Δεν τους εμποδίζει κανείς. Μα την άγια γη, είμαι έτοιμος να ξεχάσω ό,τι έγινε!"