Έκλεισε τη βαριά ξύλινη πύλη πίσω του και κοίταξε τον βρώμικο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε περάσει από την κοιλάδα Που Φυτρώνουν Τα Άγρια Τριαντάφυλλα. Ήταν όμως η τελευταία. Είχε αποφασίσει να μην ξαναβάλει τον εαυτό του σε αυτή τη δοκιμασία. Παρά το ειδυλλιακό όνομα που σαρκαστικά της είχαν δώσει, η απόκοσμη αυτή περιοχή αποτελούσε νεκροταφείο σπασμένων ονείρων. Πολλοί γενναίοι ή ανόητοι (όπως το δει κανείς) άνθρωποι, νάνοι & ντρόου είχαν χάσει τη ζωή τους σε αυτόν τον αφιλόξενο τόπο ψάχνοντας τους αρχαίους θησαυρούς που υποτίθεται ότι έκρυβε στα μαύρα χώματα της.
Στις σχισμές του άγριου βραχώδες εδάφους έβλεπες μόνο φωτιές από τα σωθικά της γης να ξεχύνονται με δύναμη σε μια προσπάθεια να φτάσουν στον ουρανό και να εκπληρώσουν τον διακαή πόθο τους, να γίνουν αστέρια. Αυτό που έμενε όμως στο τέλος ήταν μόνο μαύρος πυκνός καπνός και στάχτη. Η ζωή είχε δραπετεύσει από αυτό το τρομερό μέρος και μόνο μερικά κρανία άγριων ζώων υπενθύμιζαν ότι ίσως εδώ κάποτε υπήρχε κάτι περισσότερο από τη μυρωδιά του θανάτου. Τώρα κυριαρχούσε μόνο η φωτιά, η στάχτη και ο καπνός. Μια μοναχική φιγούρα, όμως, διέσχισε για τελευταία φορά το τρομερό αυτό τοπίο. Ο Κ. δεν θα ξαναπερνούσε από εκεί. Τα σπαραχτικά ουρλιαχτά των εγκλωβισμένων ψυχών, ο εκκωφαντικός θόρυβος των προσδοκιών που θρυμματίζονταν ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει άλλο πια. Άλλωστε ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν κι άλλοι δρόμοι για να φτάσει στην αγαπημένη του Μ. Έπρεπε όμως να ψάξει να τους βρει...