Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Φίλου του Οικονόμου και αποτελεί συνέχεια του post Άλλη μια μάχη. Η εικόνα είναι του Dawid Michalczyk και έχει τίτλο "After the battle".
Πίσω στο δάσος της Νεμαντάρ, στην άκρη του κόσμου που ο ήλιος σπάνια χρύσιζε τα φύλλα των μαγικών φυτών, σ’ αυτόν τον ξεχασμένο από τον χρόνο τόπο ήταν το βασίλειο των σκοτεινών ξωτικών. Εκεί τα δέντρα δεν μαραίνονταν, ούτε έριχναν τα φύλλα τους, ούτε πέθαιναν. Το ίδιο και τα ξωτικά. Η ανησυχία και η προσμονή ήταν για αιώνες άγνωστα συναισθήματα για τους κατοίκους των φυλλωμάτων, όμως αυτό είχε αλλάξει άρδην τον τελευταίο καιρό.
Πίσω στο δάσος της Νεμαντάρ, στην άκρη του κόσμου που ο ήλιος σπάνια χρύσιζε τα φύλλα των μαγικών φυτών, σ’ αυτόν τον ξεχασμένο από τον χρόνο τόπο ήταν το βασίλειο των σκοτεινών ξωτικών. Εκεί τα δέντρα δεν μαραίνονταν, ούτε έριχναν τα φύλλα τους, ούτε πέθαιναν. Το ίδιο και τα ξωτικά. Η ανησυχία και η προσμονή ήταν για αιώνες άγνωστα συναισθήματα για τους κατοίκους των φυλλωμάτων, όμως αυτό είχε αλλάξει άρδην τον τελευταίο καιρό.
Στο θρόνο του, που βρισκόταν σε μια αίθουσα από κλαδιά και φύλλα, καθόταν σκεπτικός ο Έρενορ, βασιλιάς όλων όσων βρίσκονταν πέρα απ’ το ηλιοβασίλεμα, όπως έλεγαν οι άνθρωποι το βασίλειό του. Οι τελευταίοι μήνες του είχαν στερήσει την ηρεμία και την γαλήνη του. Οι προετοιμασίες για την εκστρατεία, οι στρατιώτες, τα εφόδια, η στέψη του. Ναι, είχε γίνει βασιλιάς μόνο λίγους μήνες πριν, μιας και ο Φελάνγουε ο πραγματικός βασιλιάς των δασών είχε παραιτηθεί από το θρόνο του, κάτι που ήταν πρωτάκουστο στην μακραίωνη ιστορία των ξωτικών, για να ηγηθεί του στρατού του στη μάχη. Όμως δεν μπορούσε να μείνει η χώρα πέρα από το ηλιοβασίλεμα χωρίς βασιλιά... Πόσο ευχόταν να ήταν εδώ μαζί του ο παιδικός του φίλος να μοιραστεί την αγωνία του καθώς περίμενε νέα από την μάχη. Αλλά μάλλον αυτός τα ήξερε από πρώτο χέρι.
Το ίδιο πρωί οι γητευτές του τον πληροφόρησαν ότι η κρίσιμη μάχη, μπροστά από τον πύργο των επτά κεριών είχε αρχίσει αλλά από κει και πέρα δεν είχε μάθει τίποτα. Η αναμονή τον τρέλαινε, έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί στον φίλο του, δεν ήθελε να είναι βασιλιάς. Ήθελε να γυρίσει πίσω ο Φελάνγουε. Σαν να εισακούστηκε κάποια προσευχή του εκείνη την στιγμή παραμέρισε μια φυλλωσιά και μπήκε μέσα ένας γέρος γητευτής με ένα ξύλινο ραβδί στο χέρι.
«Επιτέλους, Γκίντεον. Πες μου τι έγινε, τι σου είπαν οι αγγελιοφόροι σου;»
«Άσχημα νέα βασιλιά μου. Τα πουλιά έφεραν νέα απερίγραπτου ολέθρου. Λιγότερα από τα μισά γύρισαν.»
«Αδύνατον, δεν το πιστεύω... Δείξε μου, πρέπει να δω...»
«Είστε σίγουρος βασιλιά μου; Για τον Φέλανγουε δεν ξέρουμε τίποτα.»«Γι αυτό πρέπει να δω. Δείξε μου λοιπόν, τι περιμένεις;»
«Όπως επιθυμείτε. Αδειάστε το μυαλό σας και σκεφτείτε μόνο τι θέλετε να δείτε»
Ο μάγος περιέστρεψε το ραβδί στον αέρα, στην αρχή αργά και στην συνέχεια γρηγορότερα σε όλο και μεγαλύτερους κύκλους, ψέλνoντας ταυτόχρονα κάποιο ξόρκι που έκανε τα κλαδιά να τρίζουν και τα φύλλα να θροϊζουν σαν μανιασμένα. Ένας μεγάλος κύκλος σχηματίστηκε μπροστά στο κεφάλι του Έρενορ και μέσα μια εικόνα που σιγά σιγά καθάρισε.
Το θέαμα ήταν φρικτό, όλη η κοιλάδα μπροστά από τον πύργο των εφτά κεριών ήταν σπαρμένη με πτώματα, το μαύρο δέρμα των όρκ έκανε αντίθεση με τις άλλοτε γυαλιστερές πανοπλίες των ανθρώπων, και άλλοτε δεν ήταν το δέρμα των όρκ που σκούραινε το τοπίο, αλλά των ξωτικών. Η εικόνα πλησίασε προς το έδαφος και στάθηκε πάνω σε έναν άνθρωπο πολεμιστή που αποτελείωνε το τελευταίο από μία ομάδα όρκ. Ένας από τους ελάχιστους που έμενε στο πεδίο της μάχης ενώ όλοι είχαν είτε υποχωρήσει είτε πεθάνει. Χωρίς καμία έκφραση θριάμβου ο άνθρωπος έβγαλε το όπλο του από την σάρκα του όρκ και προχώρησε προς το μέρος που φαίνονταν από μακριά οι δυνάμεις των ανθρώπων να υποχωρούν. Τότε ανάμεσα στα πτώματα ακούστηκε μια φωνή, γνώριμη στον Έρενορ, τελείως όμως άγνωστη στον άνθρωπο. Γύρισε προς τα κει που είχε ακούσει την φωνή και είδε ένα τραυματισμένο ξωτικό πλακωμένο από δύο νεκρούς συντρόφους του.
«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» ικέτευσε το ξωτικό. Ο άνθρωπος μετακίνησε τους νεκρούς και πάντα ανέκφραστος σήκωσε το τραυματισμένο ξωτικό στα πόδια του. Τα τραύματά του δεν ήταν βαριά και θα τα κατάφερνε αν έφταναν ποτέ στον στρατό που υποχωρούσε.
«Πρέπει να φύγουμε είπε ο άνθρωπος, αν μείνουμε εδώ, δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε άλλη μάχη». «Σε ευχαριστώ, μου έσωσες την ζωή» αντιγύρισε το ξωτικό. Ο άνθρωπος δεν μίλησε μόνο ξεκίνησε να προχωράει με πιο αργό ρυθμό για να τον προλαβαίνει ο τραυματίας.
Ο Έρενορ κόντευε να τρελαθεί. «Είναι ο Φελάνγουε, ζει..» Φώναξε όταν τον προτοείδε. Αλλά για πόσο ακόμα; Δεν μπορούσε να τον εγκαταλέιψει στην μοίρα του, σε ένα απέραντο νεκροταφείο, λεία για τα επόμενα όρκ...
«Ετοίμασε τον στρατό, φεύγουμε σε δύο μέρες.»
«Μα κύριε, δεν μπορείτε να αφήσετε το δάσος, είναι ο νόμος»
«Ο Φελάνγουε ήταν ο πρώτος βασιλιάς που άφησε τον θρόνο. Εγώ θα είμαι ο πρώτος που θα αφήσω το δάσος»
Με αυτά τα λόγια έφυγε σχεδόν τρέχοντας από την αίθουσα του θρόνου.
Όταν ο βασιλιάς είχε απομακρυνθεί αρκετά ο μάγος είπε «Μπορείς να βγεις τώρα. Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι από μένα». Μια φυλλωσιά κινήθηκε στην άλλη μεριά του δωματίου και μια μαγική ύπαρξη μπήκε στο χώρο. Το βαθύ εβένινο δέρμα της έδενε απόλυτα με το πράσινο των φύλλων, το μέρος φωτοβόλησε από την παρουσία της. Ήταν το φως σ’ αυτόν τον ανήλιαγο τόπο. Τα κλαδιά υποκλίθηκαν και τα λουλούδια άνθισαν καθώς πλησίαζε τον μάγο.
«Πως κατάλαβες ότι ήμουν εδώ;»
«Η γητειά δεν έδειξε τυχαία τον άνθρωπο στην μάχη. Κάποια θέληση την οδήγησε εκεί. Δεν μπόρεσα να σκεφτώ άλλη εκτός από την δικιά σου. Μάλλον από τύχη είδαμε και τον Φέλανγουε»
«Δεν σου ξεφεύγει τίποτα εσένα έτσι; Ναι πράγματι εγώ οδήγησα το ξόρκι σε αυτόν. Είναι διαφορετικός από τους άλλους, το είδες κι εσύ, δεν αντλεί χαρά από την μάχη. Τον γνώρισα στην άκρη του δάσους, εκεί που συναντήθηκαν οι στρατοί. Ενώ όλοι οι άλλοι έλεγαν ιστορίες για ανδραγαθήματα στρατηγών και πόλεμους και νίκες, αυτός είχε καθίσει κάτω από ένα δέντρο μας αμίλητος. Δεν μπόρεσα να του μιλήσω... Και τώρα ίσως να είναι αργά...»
«Υποθέτω δηλαδή ότι θα φύγεις μαζί με τον Έρενορ να βρεις τον αδερφό σου;»
«Υποθέτεις σωστά». Είπε αυτά και έφυγε από την αίθουσα όπως και ο βασιλιάς.
Ο μάγος κατέβασε το κεφάλι πολύ λυπημένος, «όπως νομίζετε» ψηθίρισε στον εαυτό του και ξεκίνησε να φύγει και αυτός.