Περπατούσε στην προκυμαία της Καβάλας. Χωρίς να περιμένει τίποτα. Μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Ηλιόλουστη, γεμάτη με εκείνη την ησυχία της επαρχίας που τόσο αγαπούσε ο Κ.
Χωρίς να το περιμένει, έστριψε απ' το στενό και βρέθηκε μπροστά του... Ήταν σαν πυροτέχνημα. Μια φωτοβόλα ύπαρξη στα μάτια του, εμπρός. Η ησυχία της ημέρας του χάθηκε. Γέμισε ο ουρανός, το πρόσωπό της καθρεπτιζόταν στην ήρεμη θάλασσα και το χαμόγελό της έκανε ακόμη κι αυτή την αρχέγονη πανίσχυρη δύναμη να σταθεί ακίνητη για λίγο και να το θαυμάσει. Το ίδιο ακίνητος στεκόταν κι ο Κ.
Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Της χαμογέλασε αμήχανα. Δεν βρισκόταν πια στη πόλη του αλλά σ' ένα μαγεμένο βασίλειο, με το μεγαλύτερο θησαυρό των αιώνων να βρίσκεται μπροστά του. Πλησίασε. Μήπως ήταν άλλη μια γητειά των μοχθηρών μάγων του Βορρά; Όχι, δεν μπορούσε. Η μαγεία τους ήταν πολύ ισχυρή όταν έκαναν κακό αλλά δεν είχε τη δύναμη να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο αλλά κι ούτε να το μαγέψει. Η γητειές τους ήταν ανίσχυρες στο φως. Και μια φωτεινή αύρα την αγκάλιαζε.
"Είναι πολύ όμορφη σήμερα η θάλασσα", της είπε προσπαθώντας ταυτόχρονα να δείχνει ατάραχος. "Κάθε μέρα είναι όμορφη", απάντησε εκείνη, στρέφοντας το βλέμμα της προς τον ορίζοντα. "Αρκεί να μάθεις να κοιτάς". Ο Κ. βρήκε περίεργη την απάντηση της αλλά και λίγο δήθεν. Λες και είχε διαβάσει τη φράση σε κάποιο περισπούδαστο blog (κάποιου ονειροπαρμένου που τα βράδια ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας), κι έψαχνε, απλώς, αφορμή να τη χρησιμοποιήσει. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν συμφωνούσε ή όχι.
"Και πως μπορεί να μάθει κάποιος να βλέπει την ομορφιά ακόμη και μέσα στην ασχήμια;", τη ρώτησε. "Η ομορφιά είναι γύρω σου και σε παρατηρεί καθώς την προσπερνάς. Άνοιξε τα μάτια σου!". Σίγουρα ήταν γύρω του, σκέφτηκε ο Κ. Για την ακρίβεια ήταν μπροστά του. Μόνο τότε πρόσεξε ότι φορούσε μαύρα ρούχα, τα οποία έκαναν μια τέλεια αντίθεση με το χλωμό πρόσωπο της και τα ξανθά μακριά μαλλιά της.
"Ξέρεις έρχομαι κάθε μέρα εδώ αλλά δεν σε έχω ξαναδεί. Δεν περνάς συχνά από τη προκυμαία;" της είπε ρουφώντας τα λιγοστά αποθέματα θάρρους που είχαν απομείνει στη καρδιά του. "Κάθε μέρα είμαι εδώ. Έχουμε περπατήσει πολλά πρωινά δίπλα στη θάλασσα." Ο Κ. ξαφνιάστηκε και την κοίταξε περίεργα. Τότε θυμήθηκε όλα αυτά τα πρωινά που περνούσε από εδώ πηγαίνοντας στη δουλειά και το μυαλό του ήταν γεμάτο αριθμούς, τιμολόγια και deadline. Αναστέναξε και κοίταξε πάλι προς το μέρος της θάλασσας. Ήταν τόσο όμορφη καθώς έλαμπε από τις ακτίνες του ήλιου που έπεφταν πάνω της σαν χάδια παλιού αγαπημένου.
Ήταν τόσο όμορφη και η παρουσία δίπλα του. "Άργησα, πρέπει να φύγω" του λέει κι ανοίγει δύο τεράστια λευκά φτερά. Άρχισε να απομακρύνεται από κοντά του. Ο Κ. παρέμεινε ακίνητος να τη κοιτάει μέχρι που χάθηκε. Δεν είχε ρωτήσει ούτε το όνομα της...
"Βλέπω, Κ., πως συνάντησες επιτέλους τη Μ." του φωνάζει, τότε, μια παράξενη φιγούρα που βρισκόταν μακριά πίσω του.
Η συνέχεια στο enashronosdiakopes.blogspot.com