Ο κίτρινος απογευματινός ουρανός φαινόταν μακάβριος. Ο Κ. περπατούσε μόνος στις απέραντες πεδιάδες αυτού του εφιαλτικού βασιλείου προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό τού. Για την ακρίβεια δεν ήταν μόνος. Μερικά βήματα πίσω του τον ακολουθούσε ο φίλος του. Δεν ήξερε από πότε ήταν εκεί. Προσπάθησε να τον πλησιάσει και να του μιλήσει αλλά δεν κατάφερε πολλά πράγματα. Αυτός ο παράξενος συνταξιδιώτης βρισκόταν πάντα με ένα μαγικό τρόπο σε απόσταση, αμίλητος χωρίς να κάνει καμία περιττή κίνηση. Κρατούσε πάντα στο αριστερό του χέρι το μαχαίρι που είχε τρομάξει αρχικά τον Κ. αλλά που τώρα το είχε συνηθίσει. Προσπάθησε άλλη μια φορά να δει το πρόσωπο του αλλά η κουκούλα που φορούσε ο φίλος του κατέβαινε χαμηλά και δημιουργούσε σκιά. Συνέχισε να περπατάει. Ξαφνικά ο σκοτεινός σύντροφος του σταμάτησε και έβγαλε μια ανατριχιαστική κραυγή για να χαθεί για πάντα στη σιωπή. Ο Κ. έπεσε κάτω. Σηκώθηκε. Συνέχισε το αιώνιο ταξίδι του με το ακαθόριστο τέρμα.