Κυριακή 19 Αυγούστου 2007

Το κελί, η μοτοσικλέτα και το κτήνος


Ο Κ. ζούσε για αιώνες μέσα στο σκοτάδι. Η σημερινή μέρα, όμως, ήταν διαφορετική. Το ένοιωθε στον βρώμικο αέρα του κελιού του, στο θολό νερό που έτρεχε από τους τοίχους. Πλησίασε τη βαριά πόρτα. Ο φύλακας έλειπε. «Πολύ περίεργο» σκέφτηκε. Όλα αυτά τα χρόνια τον φρουρούσε στην ίδια θέση, ακίνητος, αμίλητος, ακούραστος. Σάστισε όμως περισσότερο όταν συνειδητοποίησε ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Έμεινε να την κοιτάει χωρίς ούτε να ανασαίνει. Τελικά την έσπρωξε κι εκείνη άνοιξε τρίζοντας, διαμαρτυρομένη για τη ξαφνική ενόχληση. Άρχισε να τρέχει στον διάδρομο προς την έξοδο. Ή έτσι τουλάχιστον πίστευε. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε που ήταν η έξοδος. Ο ήλιος είχε ανατείλει και είχε δύσει χιλιάδες φορές από τότε που μπήκε σε αυτή τη κόλαση. Για την ακρίβεια δεν είχε μνήμες από την είσοδο του. Ίσως να γεννήθηκε εδώ μέσα. Μετά από πολλούς κύκλους και σκαλοπάτια κατάφερε να βρει την έξοδο. Άνοιξε την περίτεχνη ξύλινη κατασκευή που χρησίμευε για πόρτα και το φως πλημμύρισε το δωμάτιο.

Έντονος πόνος διαπέρασε τα μάτια του. Ένιωθε σαν drow που αντικρίζει πρώτη φορά στη ζωή του τον ήλιο. Έκλεισε τα μάτια του νιώθοντας μια στιγμιαία ανακούφιση. «Τι ειρωνεία», σκέφτηκε, «να μην αντέχουμε και να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στο φως (της αλήθειας;) που όλοι την αναζητούμε εναγωνίως στα σκοτάδια (της ψυχής μας;) για τόσο καιρό». Δεν είχε χρόνο, όμως, για τέτοιες σκέψεις. Δεν έπρεπε να τον πιάσουν. Άρχισε πάλι να τρέχει. Ο δρόμος ήταν έρημος. Μετά από λίγη ώρα και ενώ είχε κουραστεί άρχισε να έχει μια περίεργη αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Καθώς περπατούσε είδε μια σκονισμένη κόκκινη μοτοσικλέτα θαμμένη κάτω από πυκνούς θάμνους στην άκρη του δρόμου. Προσπάθησε να την απελευθερώσει και τα κατάφερε μετά από πολύ κόπο και αρκετές πληγές στα χέρια του από τα αγκάθια. Ανέβηκε, η μοτοσικλέτα πήρε μέσα αμέσως μπροστά (λες και τον περίμενε…) και άρχισε να οδηγεί στο φιδίσιο δρόμο που ανοιγόταν εμπρός του.

Η αίσθηση ότι τον παρακολουθούν είχε δώσει τη θέση της σε αυτή της καταδίωξης και γινόταν όλο και πιο έντονη. Κοιτώντας στον καθρέπτη της δίκυκλης συντρόφου του πρόσεξε μια μαύρη κουκίδα που όμως μεγάλωνε καθώς κάποιος τον πλησίαζε. Με μια δεύτερη ματιά κατάφερε να ξεχωρίσει τη μορφή ενός τερατόμορφου σκύλου να σχηματίζεται στον καθρέπτη! Τα χέρια του άρχισαν να σφίγγουν με τέτοια δύναμη τα κλιπ ονς που οι κόμποι των δακτύλων του άσπρισαν. Ο δεξιός καρπός του δούλευε υπερωρίες στη προσπάθεια να αποκτήσει την ιδανική ταχύτητα που απαιτούσε η κάθε στροφή έτσι ώστε να ξεφύγει από τον δαιμονικό διώκτη του. Είχε γίνει ένα με τη μοτοσικλέτα και μαζί συμμετείχαν σε ένα άγριο χορό, αφήνοντας πίσω τις αριστερές και δεξιές στροφές με χάρη μπαλαρίνας που δίνει τη καλύτερη παράσταση της ζωής της. Ήταν όμως ανώφελο. Το παράξενο κτήνος τους πλησίαζε με αφύσικα μεγάλη ταχύτητα.

Ο δρόμος τώρα τον οδηγούσε στη είσοδο του μαγικού δάσους. Άρχισε να τρέφει ελπίδες ότι εκεί μέσα θα κατάφερνε να ξεφύγει. Δεν μείωσε την ταχύτητα παρά την περιορισμένη ορατότητα που προκαλούσε η πυκνή βλάστηση. Αντίθετα προσπάθησε να επιταχύνει ακόμη περισσότερο. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Η ομορφιά που ξετυλίγονταν γύρω του είχε αλλάξει τη διάθεση του, αν και ακόμη βρισκόταν σε δυσμενή θέση. Ήταν το θήραμα και ο αλλόκοτος κυνηγός τον πλησίαζε.

Άρχισε να νιώθει την ανάσα του. Η επόμενη στροφή θα ήταν πρόκληση για τον ίδιο, τη μοτοσικλέτα και τους νόμους της φυσικής. Χωρίς να σκεφτεί καθόλου άνοιξε τέρμα το γκάζι και έγειρε δεξιά. Το γόνατο του ακουμπούσε στο οδόστρωμα αφήνοντας κηλίδες αίματος. Τελικά τα κατάφερε. Επικεντρωμένος στη προσπάθεια του, όμως, δεν είχε προσέξει τη δυσάρεστη έκπληξη που τον περίμενε λίγα μέτρα μετά την έξοδο της στροφής. Ο δρόμος που ακολουθούσε κατέληγε σε ένα βαθύ γκρεμό. Δεν πρόλαβε να πέσει στα φρένα. Βρισκόταν ήδη στον αέρα και άρχισε να πέφτει. Τότε μόνο πρόσεξε ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Οι πορτοκαλί και κόκκινες ακτίνες έπεφταν με φόρα πάνω στην απόκρημνη πλαγιά του γκρεμού δημιουργώντας ένα όμορφο θέαμα. Χαμογέλασε…



(φωτογραφία: π.β.)