Για άλλη μια φορά ο Κ. αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Το αστέρι που ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού κατέβηκε, πέρασε από μπροστά του, τον φίλησε και του χάρισε ένα χαμόγελο, χάθηκε...
Κάθε μέρα ο Κ. έβγαινε έξω από το υπόγειο του και κοιτούσε τον νυχτερινό ουρανό. Ήταν τόσο κοντά. Άπλωνε τα χέρια του και χωρούσαν τόσα πολλά άστρα στη παλάμη του. Ήταν τόσο μακριά. Έκλεινε τις χούφτες του και μόνο ο ιδρώτας του τού έκαιγε τα χέρια. Ματαιότητα. Είναι τόσο μικρός και ο ουρανός είναι τόσο μεγάλος.
Ένα βράδυ όμως είδε το χαμόγελο, το δώρο του, να πετάει μαζί με γλάρους στη προκυμαία. Έτρεξε να το πιάσει. Καθώς πλησίαζε είδε τη φωτιά που έκαιγε και φοβήθηκε. Έκανε πίσω σαν σκυλί που το μαλώνει ο αφέντης του. Χάθηκε... Ορκίστηκε όμως ότι θα το έβρισκε πάλι. Περπαντώντας μέσα στον παγωμένο του κήπο θυμήθηκε ότι είχε σπάσει όλους τους όρκους που είχε δώσει στο παρελθόν.