Ο Κ. απολάμβανε τις πρωινές του πτήσεις. Καθώς πετούσε κατόρθωνε να διακρίνει τα σύννεφα που ήταν από κάτω και του χαμογελούσαν. Οι καθημερινές του βόλτες στον ουράνιο θόλο τον αναζωογονούσαν. Έπαιρνε δύναμη για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της καθημερινότητας. Μπορούσε να είναι εκεί πάνω με τις ώρες. Ο καθαρός και κρύος άνεμος αποτελούσε ένα είδος φίλτρου που απομάκρυνε τις άχρηστες και δευτερεύουσας σημασίας σκέψεις που προκαλούσαν θόρυβο στο μυαλό του και τον αποπροσανατόλιζαν. Εδώ πάνω είχε τη δυνατότητα να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων και μερικές φορές, πραγματικά, το είχε καταφέρει. Καθώς ταξίδευε όλο και πιο βαθιά στον ορίζοντα, το smartphone που πάντα κουβαλούσε μαζί του, σαν σιδερένια μπάλα που είναι δεμένη σφιχτά στο πόδι κατάδικου, άρχισε να χτυπάει υστερικά, θλιβερή υπενθύμιση ότι ήταν ώρα να κατέβει. Έπρεπε να αποχωριστεί το ζευγάρι φτερά που με τόσο κόπο και θυσίες απέκτησε και να φορέσει το ανατριχιαστικό κουστούμι της δουλειάς του. Το γκρίζο και σκοτεινό γραφείο τον περίμενε. Συνέχισε, όμως, να χαμογελάει. Το επόμενο πρωινό δεν ήταν μακριά…
(φωτογραφία: fani_fm_3)