Θα μπορούσε να ήταν ένας άλλος κόσμος αλλά δεν είναι. Ίσως να μπoρούσα να είμαι κάποιος άλλος αλλά δεν είμαι. Ο χρόνος και η βολή προσπάθησαν να με αλλάξουν. Δεν ξέρω αν τα κατάφεραν. Τώρα τα βλέπω όλα γύρω μου διαφορετικά, σαν να τράβηξε κάποιος το πέπλο που κάλυπτε τον κόσμο. Είναι όλα τώρα διαυγή, καθαρά, αγνά με ένα έντονο λευκό φως να βγαίνει μέσα από τη ψυχή τους και να προκαλεί πόνο στα μάτια... και δάκρυα.
Όλα θολώνουν πάλι. Εξατμίζεται το αλκοόλ από τις φλέβες μου.
Μαύρα πουλιά έρχονται τώρα να με πάρουν μαζί τους στον υπόγειο ουρανό που χτίζω κάθε νύχτα κλέβοντας υλικά από τα ξεχασμένα όνειρα μου. Μόλις, όμως, ανοίγω τα μάτια μου, γκρεμίζεται. Και τότε τα συρματοπλέγματα φαίνονται.
Αυτά έγραψε στην άμμο ο Κ. και τράβηξε περπατώντας προς την ήρεμη θάλασσα που τον υποδέχτηκε με τον απαλό, κρύο εναγκαλισμό της και με χρυσές και ασημένιες γοργόνες να κολυμπούν γύρω του χαρούμενες.