Το τούνελ ήταν κλειστοφοβικό και δημιουργούσε ένα αίσθημα δυσφορίας στον τολμηρό άνδρα που το κατέβαινε αργά. Το τρεμάμενο φως από τον πυρσό δημιουργούσε εφιαλτικές σκιές στο ανάγλυφο των τοιχωμάτων της σήραγγας και σε συνδυασμό με τους περίεργους ήχους που ακουγόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα θα τρόμαζε και ο πιο γενναίος πολεμιστής της βασιλικής φρουράς της Αρλάικ. Παρόλα αυτά ο Γκρένιον ένοιωθε μια παράξενη ασφάλεια νιώθοντας το σπαθί στη ζώνη του.
Η κάθοδος τελείωσε και βρέθηκε σε ένα ψηλοτάβανο στρογγυλό δωμάτιο. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με γκρίζα πέτρα ενώ δάδες στηριζόταν σε όμορφες ασημένιες βάσεις στο καμπύλο σκούρο τοίχωμα που το φως τους δημιουργούσαν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα. Πρόσεξε ότι στο τοίχο υπήρχαν σκαλισμένες, με τέχνη περισσή, εικόνες από επικές μάχες ενός μακρινού παρελθόντος. Ιππότες με εντυπωσιακές πανοπλίες και όπλα, περήφανα άλογα, πλάσματα απόκοσμα, δράκοι να πετούν από πάνω τους αλλά και νεκροί με παραμορφωμένα από τον τρόμο πρόσωπα. Το πρόσωπο του συσπάστηκε από τη φρίκη.
Ακριβώς απέναντι από την είσοδο του τούνελ από όπου κατέβηκε ο Γκρένιον υπήρχε μια μεγάλη παλιά ξύλινη πόρτα. Το περίγραμμα της ήταν ασημένιο και είχε σκαλισμένα, πάνω του, διάφορα ρουνικά σύμβολα που πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε ο Γκρένιον. Στο κέντρο της ήταν ζωγραφισμένο το περίγραμμα ενός τεράστιου ερπετού με εντυπωσιακά φτερά. Ήταν το περίγραμμα ενός Δράκου των Παλαιών Χρόνων. Είχε ακούσει γι' αυτούς σε ιστορίες των γέρων που έμοιαζαν όμως με παραμύθια για παιδιά και κανένας δεν τους έδινε σημασία. Δεν υπήρχε κάποιο πόμολο στη πόρτα ή κάτι άλλο για να την ανοίξει. Προσπάθησε αμέσως να την κλωτσήσει. Μια κίνηση που ξάφνιασε ακόμη και τον ίδιο. Δεν πρόλαβε όμως να την ακουμπήσει και μια δύναμη τον τίναξε πίσω. Πονούσε όλο του το σώμα. Τότε άκουσε θορύβους να έρχονται από την οροφή. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα τοιχώματα του κυκλικού χώρου είχαν γεμίσει με αποκρουστικά πλάσματα που έμοιαζαν με μεγάλες μαύρες αράχνες. Τα κεφάλια τους ήταν ανθρώπινα αλλά με φρικτά πρησμένα χαρακτηριστικά, σαν να ήταν δημιούργημα κάποιου θεού που ήθελε να χλευάσει το ανθρώπινο είδος.
Ο Γκρένιον έβγαλε αμέσως το σπαθί του και τα πετράδια έλαμψαν με ένα μαύρο φως. Άρχισε την επίθεση στα αραχνόμορφα πλάσματα. Έμπηγε εύκολα το ξίφος στα απειλητικά τέρατα τα οποία έβγαζαν ένα πυώδες σκούρο πράσινο υγρό αντί για αίμα, σημάδι πως ήταν γέννημα ενός άλλου κόσμου. Ο Γκρένιον ακολουθούσε πιστά τα βήματα μιας χορογραφίας θανάτου σαν να ήταν χρόνια πολεμιστής. Σε λίγα λεπτά δεν είχε μείνει κανένα πλάσμα ζωντανό (αν ήταν ποτέ ζωντανές αυτές οι φρικτές υπάρξεις).
Εφόσον βγήκε από τη πρωτόγνωρη για τον ίδιο, πολεμική έκσταση άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο και αφού δεν βρήκε κάποιο στοιχείο που θα τον βοηθούσε στη παράλογη αναζήτησή του προχώρησε προς τη ξύλινη πόρτα. Προσπάθησε πάλι να την ανοίξει αλλά ήταν μάταιο. Ήταν κλειδωμένη. Σήκωσε το σπαθί ψηλά ώστε να προσπαθήσει να τη σπάσει όμως τότε τα πετράδια έλαμψαν ξανά. Ένας δυνατός τριγμός ακούστηκε και η πόρτα άρχισε να ανοίγει αργά. Από τη σχισμή που μεγάλωνε έβγαινε ένα ζεστό κίτρινο φως. Όταν η πόρτα άνοιξε τελείως, τον περίμενε μια τεράστια αίθουσα, στρωμένη με λευκό μάρμαρο ενώ στα τοιχώματα της ήταν κρεμασμένα μεταξένια υφάσματα που γυάλιζαν κάτω από το ζεστό φως των δεκάδων πυρσών. Στα υφάσματα ήταν κεντημένα πανέμορφα σχέδια και αρχαία ρουνικά σύμβολα. Τέσσερις επιβλητικές κολόνες από λευκό και πράσινο χρώμα στήριζαν το χώρο.
Ο Γκρένιον δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν τα περίτεχνα σχέδια στους τοίχους και σίγουρα δεν μπορούσε να διαβάσει την αρχαία γλώσσα που είχε ξεχαστεί εδώ και πολλούς αιώνες από τους κατοίκους της Αρλάικ. Αν και στην αρχή σάστισε από το μέγεθος του χώρου όσο περνούσε η ώρα ένιωθε ένα περίεργο αίσθημα θαλπωρής. Προχώρησε προς το βάθος περπατώντας αργά ανάμεσα από τους στύλους. Αμέσως μετά υπήρχε ένα χάσμα, ένα βαθύ φαράγγι που το διέσχιζε μια μικρή πέτρινη γέφυρα και ένωνε το δάπεδο της αίθουσας που φαινόταν σαν να είχε χωριστεί σε εκείνο το σημείο από κάποιο παλιό σεισμό.
Με έκπληξη τότε ο νεαρός άνδρας είδε, στον μικρό χώρο που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της γέφυρας, ένα ξύλινο τραπέζι με τρεις καρέκλες. Οι δύο ήταν κενές, στη τρίτη όμως μια σκοτεινή φιγούρα κινήθηκε.
“Γκρένιον! Επιτέλους ήρθες.” ακούστηκε από τη σκιά.
“Πατέρα;!” απάντησε σχεδόν ψιθυριστά ο Γκρένιον.
“Έλα γιε μου, μη φοβάσαι! Εγώ είμαι.” είπε η γνώριμη φωνή.
Ο άνδρας πλησίασε και ο νεαρός σιδεράς είδε καθαρά πια τη μορφή του πατέρα του. Έτρεξε πάνω στη γέφυρα και πήγε κοντά του.
“Είσαι καλά; Τι συμβαίνει; Τι είναι όλα αυτά;” ρώτησε ο Γκρένιον με κομμένη αναπνοή.
“Ηρέμησε! Καλά είμαι. Κάθισε και θα σου εξηγήσω.” απάντησε ο πατέρας του και συνέχισε λέγοντας “Πρώτα όμως πρέπει να περιμένουμε να έρθουν και οι οικοδεσπότες μας...”.
Ένας θόρυβος ακούστηκε μέσα από το χάσμα, σαν το φτερούγισμα ενός τεράστιου πουλιού. Ο ήχος γινόταν όλο και πιο δυνατός μέχρι που ξεπρόβαλε το κεφάλι ενός γιγαντιαίου ερπετού. Στη συνέχεια άρχισε να φαίνεται όλο το σώμα, τα δυνατά φτερά του, η ουρά του. Προσγειώθηκε στην άλλη πλευρά της αίθουσας. Ο Γκρένιον έβγαλε αμέσως το σπαθί του.
“Δεν θα σου χρειαστεί.” του είπε με καθησυχαστική φωνή ο πατέρας του.
Ακούστηκαν τα βαριά βήματα του τέρατος καθώς πλησίαζε στη γέφυρα. Ο νεαρός σιδεράς είχε τρομοκρατηθεί. Τον έβλεπε να κάθεται -ακριβώς απέναντι από το χώρο που ήταν αυτός και ο πατέρας του- και να απλώνει τον λαιμό του κατά μήκος της γέφυρας φέρνοντας το κεφάλι του κοντά στο τραπέζι. Το θηρίο άνοιξε το στόμα του και ο Γκρένιον ένιωσε τη καυτή ανάσα του. Τότε ένα βαρύς ήχος βγήκε από μέσα του σαν αναστεναγμός και ακούστηκε η βραχνή φωνή του Δράκου.
“Γεια σου Γκρένιον, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω...”