Ο νεαρός σιδεράς είχε τρομοκρατηθεί. Έκανε πίσω και ακούμπησε τη πλάτη του στο τοίχωμα της σπηλιάς. Το Βλάομουκ σερνόταν αργά προς το μέρος του και τον οσφραίνονταν. Τα πολύ μικρά, για το μέγεθος του κεφαλιού του, μάτια ήταν σχεδόν τυφλά και έτσι στηριζόταν στην όσφρηση του να για να βρει τη λεία του. Και σήμερα το θήραμα του θα ήταν ένας κάτοικος της Αρλάικ. Ο Γκρένιον προσπάθησε να απομακρυνθεί πηγαίνοντας παράλληλα προς το τοίχωμα της σπηλιάς. Ένας σωρός από βράχια που βρισκόταν κοντά ίσως του πρόσφερε κάποιο καταφύγιο. Κάνοντας ένα άλμα προς τα δεξιά κατάφερε να πέσει πίσω από τον βράχο. Και πάνω στην ώρα! Σχεδόν ταυτόχρονα του επιτέθηκε το αλλόκοτο πλάσμα τινάζοντας με δύναμη τον λαιμό του χωρίς όμως να προλάβει να τον πετύχει.
Πέφτοντας, ο Γκρένιον, άκουσε ήχους που έμοιαζαν σαν κι αυτούς που κάνουν τα ξερά ξύλα όταν σπάζουν. Άρχισε να ψάχνει το έδαφος για να βρει κάτι που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως όπλο. Μόνο τότε κατάλαβε, με τρόμο, ότι δεν ήταν ξύλα αυτά που έσπασαν αλλά παλιά οστά ανθρώπων που ήταν μισοθαμένα στο χώμα. Το Βλάομουκ γρύλιζε θυμωμένο και τον πλησίαζε. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα κόκαλα. Ένα παλιό μαχαίρι που βρήκε, του αναπτέρωσε το ηθικό. Σηκώθηκε απότομα και το πέταξε πετυχαίνοντας τον αντίπαλό του στη πλάτη. Το μαχαίρι έγινε κομμάτια προσκρούοντας στο σκληρό δέρμα του πλάσματος. Απογοητευμένος προσπάθησε να βρει κι άλλο όπλο ανάμεσα στις στοίβες από τους ανθρώπινους σκελετούς. Έπιασε τη λαβή του σαν να ήταν κατασκευασμένη από μαγνήτη και το χέρι του από σίδερο. Σχεδόν κόλλησε στο χέρι του. Το τράβηξε. Φαινόταν πολύ παλιό αλλά η λεπίδα του ήταν σαν ακονισμένο ξυράφι. Ένιωθε τη λαβή να ζεσταίνεται, να γίνεται ένα με το χέρι του. Το σήκωσε ψηλά. Ένιωσε δυνατός. Το βλάομουκ βρισκόταν μπροστά του και ετοιμαζόταν να του επιτεθεί για δεύτερη φορά. Ο νεαρός σιδεράς, πριν προλάβει να το σκεφτεί, κατέβασε με δύναμη το σπαθί και είδε με έκπληξη να σκίζει εύκολα το σώμα του ζώου σαν να ήταν ζεστό βούτυρο. Το πλάσμα έπεσε νεκρό χωρίς να καταλάβει τι το σκότωσε.
Ο Γκρένιον βγήκε έξω από τη σπηλιά. Είχε καταλάβει για πιο λόγο τον έστειλε εδώ ο περίεργος άνδρας και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το δάσος. Κρατούσε το σπαθί στα χέρια του. Παρά τη σκόνη, έβγαζε μια αχνή λάμψη. Η λαβή του ήταν δερμάτινη, ενώ εκεί που άρχιζε η λεπίδα υπήρχε ένα περίτεχνο σχέδιο σε σχήμα ασημένιου σταυρού που στο μέσο του υπήρχαν δύο ζεύγη κύκλων που έμοιαζαν με μάτια. Στο κέντρο των κύκλων μαύρα πετράδια μαγνήτισαν το βλέμμα του νέου άνδρα. Σαν υπνωτισμένος τα κοιτούσε μέχρι που νόμισε πως εμφανίζονταν εικόνες μέσα τους. Εικόνες από μια μάχη παλιά. Τράβηξε το βλέμμα του μακριά. Τόσα χρόνια στη δουλειά του δεν είχε ξαναδεί τέτοιο κατασκεύασμα. Ήταν τέλεια ζυγισμένο και αιχμηρό παρά τη παλαιότητα του. Το έβαλε πρόχειρα στη ζώνη του.
Μετά από αρκετές ώρες έφτασε και πάλι στο δάσος. Το άλογο που τον είχε φέρει τον περίμενε υπομονετικά. Είχε πια νυχτώσει. Κατάφερε να βρει μερικά φρούτα για να ξεγελάσει τη πείνα του και ξάπλωσε πάνω στον μάλλινο μανδύα που είχε απλώσει προσεκτικά στο έδαφος. Η φωτιά το προσέφερε ζεστασιά αυτή τη κρύα νύχτα και έτσι κατάφερε να κοιμηθεί. Είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να δει τι ήταν αυτό που τον έσωσε από τον γκρεμό. Μόνο ένα ασημένιο περίγραμμα γυναικείας σιλουέτας που χανόταν στον σκοτεινό ουρανό.
Ξύπνησε με την ανατολή του ηλίου. Οι ακτίνες που περνούσαν μέσα από το πυκνό φύλλωμα έπεφταν στο πρόσωπο του και τον ζέσταιναν. Οι ήχοι του δάσους κατάφερναν να τον παίρνουν μακριά από τις απαισιόδοξες σκέψεις του. Άραγε θα έβλεπε ξανά τον πατέρα του; Ανέβηκε απρόθυμα στο άλογο, που σαν πιστός ακόλουθος βρισκόταν πάντα εκεί, και άρχισε να τρέχει προς το βορρά. Προορισμός τους ήταν το βουνό των θεών, το Ντράιουν. Η ταχύτητα του αλόγου ήταν και πάλι υπερφυσική ή έτσι φαινόταν στον Γκρένιον. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφεραν να διανύσουν σχεδόν όλο το βασίλειο της Αρλάικ και να φτάσουν στους πρόποδες του όρους. Είχαν έρθει από τον ανατολικό δρόμο που δεν περνούσε μέσα από κανένα οικισμό και ήταν επίσης αρκετά μακριά από το κάστρο των αρχόντων της πολιτείας. Έτσι δεν συνάντησαν κανέναν στο ταξίδι τους.
Κατέβηκε και άρχισε να παρατηρεί τη περιοχή. Δεν είχε ξανάρθει εδώ. Υπήρχε χαμηλή βλάστηση πάνω στο πετρώδες έδαφος ενώ όσο κοιτούσε πιο ψηλά τόσο αυξανόταν και η κλίση της πλαγιάς. Γύρισε ν' ανέβει στο άλογο, που του πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια αυτές τις ώρες, αλλά δεν υπήρχε τίποτα πίσω του... Άρχισε να ανεβαίνει τη πλαγιά. Μπορούσε ν' ακούσει μόνο το κράξιμο μαύρων πουλιών που πετούσαν πένθιμα από πάνω του και την ανάσα του, που γινόταν όλο και πιο γρήγορη λόγω της κούρασης του. Δεν ήξερε πιο θα ήταν το τέρμα αλλά ανέβαινε χωρίς σταματημό. Σαν κάτι να τον τραβούσε ή ίσως σαν κάτι να τον ωθούσε προς τα εκεί. Η πλαγιά ήταν πια πολύ απότομη και χρειαζόταν να σκαρφαλώσει. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τίποτα. Μόνο πως θα ανέβει λίγο ακόμη πιο ψηλά.
Βάζοντας όλη του τη δύναμη πιάστηκε από ένα βράχο που εξείχε και κατάφερε να τον ανέβει. Ήταν σαν ένα φυσικό μπαλκόνι του ιερού βουνού. Κοίταξε κάτω και μπορούσε να δει σχεδόν όλη τη πεδιάδα της χώρας που είχε γεννηθεί. Σκέφτηκε πως και οι θεοί, αν ποτέ κατοικούσαν σε αυτό το μέρος, από αυτό το σημείο θα επέβλεπαν τον κόσμο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πιάστηκε από δύο πέτρινα εξογκώματα για να συνεχίσει την άνοδο του. Ξαφνικά όμως το σπαθί έγινε πολύ βαρύ. Σχεδόν δεν μπορούσε να το σηκώσει. Έπεσε στα γόνατα του. Η κούραση, μαζί με το ξαφνικό βάρος τον έκαναν να λυγίσει. Καθώς βρισκόταν σε αυτή τη θέση πρόσεξε ένα μικρό άνοιγμα, μια είσοδο σπηλιάς ανάμεσα στα βράχια. Άρχισε να κινείται προς τα εκεί. Όσο πλησίαζε, το ξίφος γινόταν πιο ελαφρύ. Με δυσκολία τον χωρούσε όπως ήταν σκυμμένος όμως μπήκε μέσα χωρίς κανένα δισταγμό.
Παρόλο που το άνοιγμα ήταν μικρό, η σπηλιά φαινόταν τεράστια. Δεν υπήρχε πολύ φως και ένιωθε την υγρασία στα κόκαλα του. Σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει για κάποιο στοιχείο αριστερά και δεξιά. Το σπαθί ήταν πια πολύ ελαφρύ. Πρόσεξε πως προς το βάθος υπήρχε ένα φως που έκαιγε. Προχώρησε προς τα εκεί. Δύο δάδες ήταν κρεμασμένες στους τοίχους και σηματοδοτούσαν την αρχή ενός τούνελ που κατέβαινε προς τα κάτω, στα έγκατα του επιβλητικού όρους. Πήρε τη μια δάδα στο χέρι του κι άρχισε να κατεβαίνει.