Ήταν μια περίεργη νύχτα στο μικρό υπόγειο. Ο Κ. άναψε αργά το μικρό κερί που βρισκόταν στη μέση του δωματίου. Το αδύναμο φως του κεριού δημιουργούσε σκιές στους τοίχους που άρχισαν αμέσως τον σκοτεινό χορό τους. Ήταν το μέσο του καλοκαιριού και η ζέστη ανυπόφορη. Άνοιξε το μικρό ημερολόγιο που κρατούσε στα χέρια του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό ό,τι θα έγραφε κάθε σελίδα, κάθε μέρα. Παρόλα αυτά ήταν ακόμη κενό. 1 Ιανουαρίου 1928. Σκέφτηκε να αρχίσει να γράφει πως πέρασε, πριν έξι μήνες, τη πρωτοχρονιά. Ήδη του φαινόταν πως είχε ζήσει εκείνη τη πρωτοχρονιά σε μια άλλη ζωή. Τόσο μακρινή. Το μυαλό βυθίστηκε στα θαμπά και επικύνδυνα νερά του παρελθόντος. Έννιωθε πως κάθε κομάτι από αυτό άνηκε σε μια άλλη ζωή, ίσως ήταν ζωές κάποιων άλλων. Έμοιαζαν όλα τόσο ξένα. Μικρές κατεκερματισμένες ζωές και μικροί αναπόφευκτοι θάνατοι. Το κερί έλιωνε και το φως τρεμόπαιζε πιο έντονα καθώς σε λίγο ερχόταν το τέλος. Έσβησε. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν από τις χαραμάδες σαρκαστικά. Ξημέρωνε στη μικρή πολιτεία των ανεκπλήρωτων ονείρων.