«Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που συμβαίνει…» άρχισε να μονολογεί ο Γκρένιον, «Πριν δύο μέρες το μόνο που ενδιέφερε ήταν η δουλειά μου, η διατήρηση της ησυχίας μου και τώρα θα βρεθώ να παλεύω με δαίμονες σε άλλες διαστάσεις και σε κόσμους ακατανόητους, κόσμους που δεν πίστευα πως υπήρχαν!»
«Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις φίλε μου και ποτέ δεν σε προειδοποιεί. Αυτή είναι η γοητεία της και η κατάρα της ταυτόχρονα.» του απάντησε το ξωτικό.
Ο Γκρένιον αν και φανερά ταραγμένος καταλάβαινε τι εννοούσε ο Λαέκριον. Το ξεβόλεμά του από τη καθημερινότητα, που του προσέφερε τόση ασφάλεια, τον φόβιζε αλλά την ίδια στιγμή ένοιωθε κι έναν ενθουσιασμό να καταλαμβάνει αργά αλλά σταθερά το πίσω μέρος του μυαλού του, να πλημμυρίζει τα υπόγεια της ψυχής του. Πρωτίστως, βέβαια, ανησυχούσε για τη μητέρα του. Είχε διαβάσει για τα ανατριχιαστικά βασανιστήρια των επτά κολάσεων και δεν μπορούσε να αντέξει την ιδέα ότι τα περνούσε η μητέρα του.
Βασανιστήρια που καταρρακώνουν συνειδήσεις και υπάρξεις ως τότε αγαθές και τις μεταμορφώνει σε φρικτά απόκοσμα διεφθαρμένα πλάσματα. Πίστευε ότι όλες αυτές οι ιστορίες ήταν ένας τρόπος για σπέρνουν οι κληρικοί τον φόβο στους απλούς ανθρώπους. Και τώρα ένα ξωτικό, που ανήκει στον κόσμο τον θρύλων, του λέει πως όλα αυτά είναι αλήθεια. Βέβαια αυτό δεν αθωώνει τις προθέσεις των ιερέων που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η δύναμη και ο πλουτισμός. Ο Γκρένιον ήταν σίγουρος πως ούτε οι ίδιοι πίστευαν πια σε αυτά που κήρυτταν αλλά χρησιμοποιούσαν τα συγγράμματα των προφητών και λοιπόν «μεσαζόντων» των θεών ως εργαλείο παραπλάνησης του πλήθους.
«Γιατί δεν πας εσύ που είσαι και τόσο δυνατός;» ρώτησε ξαφνικά ο Γκρένιον το ξωτικό, «σίγουρα έχεις περισσότερες πιθανότητες να πετύχεις από εμένα».
«Δεν μπορώ να περάσω τη Πύλη, κανένα ον που έζησε στην ιερή Λευκή Πόλη των Θεών δεν μπορεί να περάσει στο κόσμο των δαιμόνων. Είναι μια συμφωνία, ανάμεσα στο Φως και στο Σκότος, που έγινε όταν γεννήθηκε αυτός ο κόσμος. Ξέρω, δεν είναι εύκολο αυτό που σου ζητάω φίλε μου αλλά αυτή τη στιγμή, μόνο εσύ μπορείς να το καταφέρεις. Ακόμη και η Τελευταία Ανάσα, το πανάρχαιο σπαθί των ηρώων συμφωνεί μαζί μου. Για να δεχτεί να γίνει το όπλο σου θα πρέπει να είδε κάτι ξεχωριστό σε εσένα.»
«Ώστε έτσι ονομάζεται αυτό το περίεργο ξίφος…» είπε ο Γκρένιον και το σήκωσε ψηλά κρατώντας το δυνατά. «Και μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι ο κάτοχος του. Πρέπει να είναι σφυρηλατημένο…»
«Στα ορυχεία της Λευκής Πόλης. Ακριβώς Γκρένιον. Γνωρίζεις την ιστορία των αρχαίων σπαθιών;» τον διέκοψε το ξωτικό.
«Φυσικά και την γνωρίζω, απλώς πίστευα πως ήταν ακόμη ένα παραμύθι για τα παιδιά.» απάντησε ο Γκρένιον. «Λοιπόν που είναι αυτή η πύλη; Που θα τη βρω;»
«Δεν χρειάζεται να ψάξεις νεαρέ μου.» Απάντησε με βαθιά μελαγχολική φωνή ο Έλμκειν που ως τότε παρατηρούσε με στωικότητα και θλίψη τον σιδερά από την Αρλάικ. Ευχόταν να μπορούσε να περάσει και ο ίδιος τη Πύλη για να τον βοηθήσει. Άλλωστε είχε πολεμήσει τον δαίμονα σε μια μάχη χωρίς τελικό νικητή αλλά με πολλούς ηττημένους. Πολλοί από το είδος του είχαν αφανιστεί εκείνη τη μέρα από τη σατανική στρατιά του. Ήταν, όμως, κι αυτός ένα πλάσμα του Φωτός και του είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα να μπει στον σκοτεινό κόσμο του προαιώνιου εχθρού του.
«Η πύλη βρίσκεται ακριβώς από πίσω σου.» συνέχισε ο δράκος.
Ο Γκρένιον γύρισε το κεφάλι του αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Μόνο τον πέτρινο τοίχο της σπηλιάς. Ξαφνικά ο Δράκος σηκώθηκε όρθιος, έκανε ένα βήμα πίσω κι άρχισε να μιλάει δυνατά σε μια γλώσσα ακατανόητη για τους ανθρώπους που βρισκόταν εκεί. Μόλις τελείωσε το ξόρκι, τα βράχια πίσω απόν Γκρένιον άρχισαν να φωτίζονται. Διαμάντια άρχισαν να εμφανίζονται σαν να ήταν καλυμμένα με σκόνη ως τότε. Σιγά σιγά το περίγραμμα της πύλης έπαιρνε μορφή ενώ ένα αχνό γαλάζιο φως άρχισε να γεννιέται στο κέντρο της, καλύπτοντας αργά αλλά σταθερά όλο το εμβαδόν της. Τα διαμάντια, που τη σχημάτιζαν μέσα στους βράχους, έλαμπαν τώρα πανέμορφα, σαν μικρά ολόγιομα φεγγάρια μια καλοκαιρινής ξάστερης νύχτας.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό γιε μου;» ρώτησε με αγωνία ο πατέρας του νεαρού σιδερά.
«Πρέπει!» απάντησε εκείνος και χωρίς δισταγμό, κραδαίνοντας το σπαθί του κινήθηκε προς την είσοδο του εφιαλτικού βασιλείου.
Στάθηκε μπροστά στη πύλη. Οι καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Με μια γρήγορη κίνηση πέρασε μέσα της και βρέθηκε σε μια στενή πέτρινη γέφυρα. Από κάτω έχασκε η άβυσσος ενώ η ανυπόφορη ζέστη σε συνδυασμό με τις μυρωδιά καμένης σάρκας έκαναν την ατμόσφαιρα ανυπόφορη. Άρχισε να περπατά προς το τέλος της γέφυρας. Μια μεγάλη έρημος απλωνόταν μπροστά του ενώ ο ουρανός είχε ένα μαύρο πένθιμο χρώμα. Μήτε άστρα ή φεγγάρια έλαμπαν. Κακότεχνα μαρμάρινα αγάλματα στο άρρωστο κίτρινο χρώμα της άμμου υπενθύμιζαν συνεχώς που βρισκόσουν. Όλα είχαν τη μορφή δαιμονικών πλασμάτων και ακρωτηριασμένων όντων τα οποία είχαν περάσει από βασανιστήρια που ο Γκρένιον ούτε καν ήθελε να σκεφτεί… Ανάμεσα στους αμμόλοφους υπήρχαν διάσπαρτες μικρές αιμάτινες λίμνες όπου κόκκαλα επέπλεαν ενώ συχνά από μέσα τους αναδύονταν ανθρώπινα σώματα που κραύγαζαν και εκλιπαρούσαν για οίκτο.
Ο Γκρένιον περπατούσε ανάμεσα σε όλα αυτά χωρίς να ξέρει τα πρέπει να κάνει. Ξαφνικά άκουσε φτερουγίσματα στον σκοτεινό ουρανό. Μικρά διαβολικά φτερωτά πλάσματα εμφανίστηκαν και προσγειώθηκαν σχηματίζοντας ένα κύκλο γύρω του. Ένας νέος μικρός ομόκεντρος κύκλος φωτίστηκε με ένα κόκκινο μοχθηρό φως. Στο κέντρο του άρχισε να σχηματίζεται η ζοφερή μορφή του αρχιδαίμονα. Το τερατόμορφο πλάσμα άρχισε να γελά βγάζοντας αποκρουστικούς ήχους. Τα μεγάλα κόκκινα μάτια του έπεσαν στον νεαρό άνδρα που είχε το θράσος να εισβάλει στη περιοχή του. Άνοιξε τα μαύρα του φτερά δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερο δέος στον Γκρένιον. Ήδη το τεράστιο μυώδες γκρίζο κορμί του, γεμάτο με φολίδες (όπως αυτές που έχουν τα φίδια) και το πιθηκόμορφο κερασφόρο κεφάλι του ήταν αρκετά για σπείρει την αμφιβολία σχετικά με την επιτυχία της αποστολής του, στο ταραγμένο μυαλό του Γκρένιον.
«Αυτό που ψάχνεις δεν μπορείς να το βρεις» γρύλισε ο Φαρέκ.