Το βασίλειο της Αρλάικ βρίσκετε στους πρόποδες του όρους Ντράιουν του οποίου οι -αιώνια- χιονοσκέπαστες κορυφές του αγγίζουν, θαρρείς, τον ουρανό. Λένε πως στους αρχαίους καιρούς στο Ντράινουν κατοικούσαν οι Θεοί. Το είχαν διαλέξει για κατοικία λόγω της μαγευτικής του ομορφιάς αλλά και επειδή από εκεί μπορούσαν να παρατηρούν όλα τα βασίλεια των πλασμάτων που είχαν δημιουργήσει ή είχαν έρθει στην επικράτεια τους. Στη συνέχεια όμως ενοχλήθηκαν από την απληστία των ανθρώπων που ανέβαιναν όλο και και πιο ψηλά στο ιερό βουνό και έτσι το εγκατέλειψαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους κανένα ίχνος. Κάποιοι άλλοι, βέβαια, υποστηρίζουν πως οι Θεοί βρίσκονται ακόμη εκεί.
Στη σκιά του επιβλητικού όρους απλώνεται η πεδιάδα Αρλάικ όπου αποτελεί και την έδρα του ομώνυμου βασιλείου. Είναι μια εύφορη πεδιάδα με πολλά ρυάκια και χείμαρρους να τη διασχίζουν κι έτσι δεν άργησε να κατοικηθεί από το γένος των ανθρώπων που τόσο πολύ αγαπούν τη γεωργία. Στις παρυφές του Ντράιουν είναι κτισμένο το κάστρο των αρχόντων αυτού του τόπου. Εκεί βρίσκονται και τα σπίτια των αριστοκρατών και των πλούσιων εμπόρων της χώρας ενώ στο κέντρο συνυπάρχουν πολυτελή καταστήματα μαζί με φτωχά μαγαζιά εργατοτεχνιτών και με πάγκους γεμάτους με κάθε λογής εμπόρευμα. Ψηλά γκρίζα τείχη οριοθετούν το τέλος του κάστρου ενώ κυκλικοί πύργοι – παρατηρητήρια, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, φιλοξενούν τη βασιλική φρουρά.
Έξω από τα τείχη βρίσκονται χτισμένα μικρά αγροτόσπιτα που σχηματίζουν διάφορους οικισμούς ανάμεσα στα πολυάριθμα χωράφια. Σε ένα τέτοιο σπίτι κατοικεί και ο Γκρένιον μαζί με τον πατέρα του. Δεν είναι αγρότης αλλά σιδεράς, μια τέχνη που του έμαθε ο πατέρας του και με την οποία εξασφάλιζε τα απαραίτητα για να ζήσει. Το μικρό σιδεράδικο ήταν σε μια απόμερη γωνία της πλατείας του κάστρου αλλά η καλή του φήμη τού εξασφάλιζε καθημερινά πελάτες και έτσι ζούσε μια ήσυχη, χωρίς προβλήματα και συγκινήσεις, ζωή.
Είχε φτάσει πια το φθινόπωρο και καθώς τα δέντρα αποχωρίζονταν τα κόκκινα φύλλα τους, οι βροχές άρχιζαν να γίνονται πιο πυκνές και η νύχτα να μεγαλώνει εις βάρος της μέρας. Στο σπίτι του Γκρένιον δεν υπήρχε κανένα φως αυτή τη κρύα νύχτα ενώ μόνο ο ήχος της βροχής στη σκεπή έσπαζε τη μονοτονία της σιωπής. Ο νεαρός σιδεράς είχε παραδοθεί στα δεσμά του ύπνου κάτω από τις παλιές αλλά πολύ ζεστές κουβέρτες. Ονειρευόταν. Ακροβατούσε, λέει, σε έναν γκρεμό ενώ από κάτω του έχασκε η άβυσσος. Δεν μπορούσε όμως να φύγει από εκεί, παρόλο που προσπαθούσε, σαν να ήταν δεμένος με αόρατες αλυσίδες. Ξαφνικά αρχίσε να χάνει την ισορροπία του και να πέφτει στο κενό. Περισσότερο αιωρούνταν παρά έπεφτε. Παράξενα μικρά φτερωτά πλάσματα με αποκρουστική ερπετοειδή όψη τον συντρόφευαν. Και ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει ένα φως αρχίσε να τον τυλίγει, να τον σηκώνει ψηλά και να τον αφήνει στην άκρη του γκρεμού. Το μόνο που κατάφερε να δει ήταν μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα ζωγραφισμένη με το φως του φεγγαριού να χάνεται στον ουρανό.
Ξύπνησε ιδρωμένος. Ήταν η τρίτη φορά που έβλεπε αυτό το όνειρο. Έξω δεν είχε ακόμη χαράξει. Πλησίασε το παράθυρο και άρχισε να κοιτάει αφηρημένος τη βροχή. Άραγε να σήμαινε κάτι το όνειρό του; Δεν του άρεσε να ασχολείται με τη μεταφυσική και με δυνάμεις που δεν μπορούσε και δεν ήθελε να καταλάβει. Ένας περίεργος θόρυβος, τότε, τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον έκανε να κοιτάξει πίσω του. Η μορφή ενός γέρου άνδρα ξεπρόβαλε από τη σκιά. Φορούσε φθαρμένα ρούχα ενώ φαινόταν πως με δυσκολία στεκόταν όρθιος, στηριζόμενος στο χοντροκομμένο μπαστούνι του. Τα μάτια του όμως ήταν περίεργα. Ήταν λες κι άνηκαν σε μικρό παιδί. Ήταν μεγάλα, ζωηρά και πράσινα ενώ κάθετα στο δεξί του μάτι υπήρχε μια βαθιά ουλή που όμως δεν το είχε πληγώσει.
“Ποιος είσαι εσύ και τι γυρεύεις εδώ;” είπε ο Γκρένιον ταραγμένος.
“Μη φοβάσαι δεν ήρθα να σε κλέψω ή να σου κάνω κακό. Είμαι εδώ για να σε προειδοποιήσω.” απάντησε ο γέρος με ήρεμη, βραχνή και ψιθυριστή φωνή.
“Να με προειδοποιήσεις; Για ποιο πράγμα; Ποιος είσαι; Τι θες;” συνέχισε τις ερωτήσεις ο Γκρένιον, εκνευρισμένος από την αναπάντεχη εισβολή στον οίκο του.
“Ο πατέρα σου κινδυνεύει! Πρέπει να τον βοηθήσεις. Πρέπει να τον βρεις πριν είναι αργά.” απάντησε εκείνος.
“Τι είναι αυτά που λες; Ο πατέρας μου βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο.”
“Όχι, πια. Είναι φυλακισμένος. Τον πήραν. Πρέπει να τον βρεις πριν είναι αργά... Ανέβα στο άλογο που βρίσκεται έξω από το σπίτι σου. Εκείνο θα σε οδηγήσει σωστά. Γνωρίζει που πρέπει να πας.” είπε ο γέρος και η μορφή του άρχισε να γίνεται ένα με τη σκιά μέχρι που χάθηκε.
Ο Γκρένιον σαστισμένος έστεκε ακίνητος. Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε γίνει έτρεξε στο δωμάτιο του πατέρα του. Με τρόμο αντίκρισε το άδειο κρεβάτι ενώ όλα ήταν ανάστατα σαν να είχε γίνει μια σύντομη μάχη. Οργίστηκε με τον εαυτό του που δεν κατάλαβε τίποτα. Έβαλε τα ρούχα του, πήρε έναν βαρύ μάλλινο μανδύα και βγήκε έξω φωνάζοντας τον πατέρα του χωρίς όμως να πέρνει απάντηση. Ένα άλογο τον περίμενε στην άκρη του δρόμου. Δεν ήταν κάπου δεμένο αλλά παρόλα αυτά δεν έφευγε αλλά κοιτούσε, ακίνητο, τον νεαρό σιδερά. Χωρίς καν να το σκεφτεί ο Γκρένιον ανέβηκε και πριν να δώσει κάποια εντολή, το άλογο άρχισε να τρέχει προς το πλατανόδασος που βρισκόταν στην άκρη του μικρού χωριού.
Το φως του ήλιου, δειλά, άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του καθώς ένα φθινοπωρινό πρωινό ξεκινούσε στο ήσυχο βασίλειο της Αρλάικ.
(...συνεχίζεται...)