O K. κοιτούσε τη διαδρομή του στο παλιό χάρτη που κρατούσε. Ήταν περίπλοκη. Δεν το είχε καταλάβει. Το κόκκινο μελάνι με το οποίο σημάδευε τα μέρη που περνούσε και τους δρόμους που έπαιρνε, πλεκόταν σε πολύπλοκους σχηματισμούς. Δεν υπήρχε πια αρχή και τέλος. Δεν υπήρχε ούτε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και όμως οι δρόμοι στον χάρτη ήταν τόσο απλά και όμορφα σχεδιασμένοι. Στο χωριό που είχε καταλύσει τον τελευταίο καιρό υπήρχε ησυχία. Δεν τον ήξεραν. Μπορούσε να ηρεμήσει. Ως πότε; Οι Κυνηγοί ήταν πίσω του. Και κατέστρεφαν τα πάντα στο διάβα τους. Πονούσε για αυτούς που πληγώθηκαν από τους Κυνηγούς. Για αυτούς που προσπάθησαν να τον βοηθήσουν και συνάντησαν τον πόνο.
Ένιωθε σαν ένα καράβι που ταξίδευε σε ανοιχτά πελάγη χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Στην αρχή απολάμβανε αυτό το ταξίδι αλλά τώρα πια οι αρμοί του άρχιζαν να τρίζουν, τα πανιά του να σχίζονται. Και κάθε φορά που πλησίαζε σε κάποιο σκοτεινό, ομιχλώδες λιμάνι η ξηρά απομακρυνόταν σαν να τον φοβόταν, σαν να τον σιχαινόταν.
Ο ήλιος έπεφτε, τα χρώματα χανόταν, οι Κυνηγοί έφτασαν...