Ο ήχος ενός σταθερού τηλεφώνου που χτυπά σε ένα άδειο διαμέρισμα. Αυτή η εικόνα ερχόταν συνεχώς στο μυαλό το Κ. Θα μπορούσε να είναι το εξώφυλλο του βιβλίου της ζωής του. Ένα εξώφυλλο που θα είχε τη τεχνοτροπία των κλασσικών αμερικάνικων κόμικ. Από τότε που έχασε τη δουλειά του σπάνια έβγαινε από το διαμέρισμα του. Και το απολάμβανε. Τα βιβλία του, οι ταινίες του, οι μουσική από τα μικρά ξύλινα ηχεία και μια ζεστή κούπα καφέ του κρατούσαν τη καλύτερη συντροφιά. Δεν του έλειπε τίποτα. Τα είχε όλα επειδή δεν είχε τίποτα. Τα είχε όλα έστω κι αν αγόραζε ψωμί με κουπόνια ή τα αγαπημένα του αθλητικά παπούτσια είχαν μπει πια στον έβδομο χρόνο της ζωής του.
Απολάμβανε τη γνώση της ασημαντότητας της ζωής του. Από το παράθυρο μπορούσε να βλέπει τους ανθρώπους να τρέχουν γκρίζοι και ασθμαίνοντας, όπως έκανε κι αυτός πριν λίγο καιρό. Τώρα όμως όχι. Τώρα ήταν ένας παρατηρητής της ζωής και θα συνέχιζε να είναι ως το τέλος όπου ήρεμα και αθόρυβα θα χανόταν, θα μετατρεπόταν σε αστρική σκόνη και θα ταξίδευε στο απέραντο κενό.