Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Το σπήλαιο

Ξύπνησε στο σκοτάδι. Έκανε κρύο και το χώμα ήταν υγρό. Τα μάτια του ήταν θολά. Δεν μπορούσε να δει ουρανό. Μάλλον ήταν μέσα σε σπηλιά. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος αλλά όλο το σώμα του πονούσε. Σηκώθηκε αργά. Προσπάθησε να προσανατολιστεί ανεπιτυχώς. Αποφάσισε ν' ακολουθήσει το ένστικτο του. Όταν το έκανε αυτό, κάθε φορά, οδηγούνταν στη καταστροφή αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο αυτή τη στιγμή.

Άρχισε να ψηλαφεί το τοίχωμα. Βρύα, έντομα και κοφτερές ακμές δεν του παρείχαν καμία βοήθεια. Περπατούσε με βαριά βήματα, σχεδόν σέρνοντας τα πόδια του. Η υγρασία γινόταν πιο έντονη. Πάτησε μέσα σε νερά. Έτριψε τα μάτια του και κατάφερε να εστιάσει μπροστά του. Λιγοστό, αχνό, πράσινο φως έβγαινε μέσα από παράξενα μανιτάρια που φύτρωναν στην άκρη μια υπόγειας λίμνης. Τα νερά σκοτεινά. Δεν μπορούσε να διακρίνει την απέναντι όχθη. Με το απόκοσμο αυτό φως κατάφερε να διακρίνει κάποιες προϊστορικές ζωγραφιές στο τοίχωμα της σπηλιάς με θέματα που ξεκινούσαν από κυνήγι αρχαίων ζώων ως... αυτοκινήτων που καιγόταν σε μια πόλη έρημη. Ίσως να μην ήταν προϊστορικά τα σχέδια. Δεν ήταν μόνο προϊστορικά. Σε αυτόν τον τοίχο απεικονίζονταν η εξέλιξη της ανθρωπότητας μέσα από τα μάτια, όχι επιστημόνων ή ποιητών αλλά από αυτά των απλών ανθρώπων. Μόνο ένα μοτίβο παρέμενε σταθερό σε αυτό το αλλόκοτο χρονογράφημα. Ήταν η εικόνα ανθρώπων να τρώνε ανθρώπους.

Στο τέλος των εικόνων υπήρχε μια παλιά ξύλινη πόρτα. Τρεκλίζοντας -η ζάλη δεν τον είχε εγκαταλείψει- έφτασε ως εκεί και προσπάθησε να την ανοίξει. Μετά από μερικές προσπάθειες, χτυπήματα & τριγμούς η πόρτα άνοιξε. Έντονο λευκό φως τον τύφλωσε.

Άνοιξε τα μάτια του προσπαθώντας να συνηθίσει το φως. Καθόταν σε ένα λευκό δωμάτιο, σε μια λευκή καρέκλα και μπροστά του ήταν ένα σιδερένιο τραπέζι ίδιου χρώματος. Πάω του υπήρχε μόνο ένα κίτρινο σημειωματάριο και ένα μολύβι. Απέναντι του βρισκόταν ένα παλιό ρομπότ. Ήταν κι αυτό λευκό και ακίνητο. Είχε μια διάφανη σφαίρα για κεφάλι που μέσα βρισκόταν δύο κόκκινοι φακοί που έμοιαζαν με αυτούς επαγγελματικής φωτογραφικής μηχανής. Καλώδια μπλεκόταν και κατέληγαν στον κορμό τού κατασκευάσματος. Εκεί υπήρχε ένα μόνιτορ που έμοιαζε με οθόνη παλιάς τηλεόρασης. Διάφορα γράμματα αναβόσβηναν σε τυχαία σειρά.

Άρχισε να κοιτά σαν χαμένος την οθόνη. Τα γράμματα δεν εμφανίζονταν τυχαία. Άρχισε να τα γράφει στο σημειωματάριο.
Γ Ρ Α Ψ Ε  Τ Η Ν  Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α  Σ Ο Υ

Να γράψει την ιστορία του, λοιπόν. Άρχισε να εκνευρίζεται.

"Τι να γράψω; Και ποιος θα το διαβάσει;" φώναξε στο σιωπηλό ρομπότ.

Η σειρά των γραμμάτων άλλαξε και νέα γράμματα εμφανιζόταν. Τα σημείωσε πάλι:

Ε Σ Υ  Ε Ι Σ Α Ι  Ο  Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Ε Α Σ 
Ε Σ Υ  Ε Ι Σ Α Ι  Ο  Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Σ
Γ Ρ Α Ψ Ε  Τ Η Ν  Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α  Σ Ο Υ
Γ Ρ Α Ψ Ε  Τ Η Ν  Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α  Σ Ο Υ
Γ Ρ Α Ψ Ε  Τ Η Ν  Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α  Σ Ο Υ

Αποκαμωμένος πήρε πάλι το χαρτί και το μολύβι κι άρχισε να γράφει:

"Ξύπνησε στο σκοτάδι. Έκανε κρύο και το χώμα ήταν υγρό. Τα μάτια του ήταν θολά. Δεν μπορούσε να δει ουρανό. Μάλλον ήταν μέσα σε σπηλιά..."