Το αίμα έσταζε ακόμη από το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι, τόσο δυνατά, που είχαν ασπρίσει οι σύνδεσμοι των δακτύλων. Κοιτούσε με μάτια κενά, ψυχρά σαν να ήταν αφηρημένη. Σκεφτόταν όλα αυτά που θα ακολουθούσαν. Ένα ξερός χτύπος στη πόρτα του δωματίου την έβγαλε από τις σκέψεις. Χάιδεψε το δαχτυλίδι και πρόφερε τις λέξεις που είχε μάθει πριν μερικές μέρες. Η πύλη άνοιξε και πήδηξε γρήγορα μέσα. Καθώς χανόταν άκουσε το ουρλιαχτό της υπηρέτριας που σήμανε την αρχή των γεγονότων που θα άλλαζαν όλη την Αρλάικ.
Η αγορά ήταν πολύβοη, κόσμος πηγαινοερχόταν μπροστά στους πάγκους και τα μικρομάγαζα όπου έμποροι και παραγωγοί διαλαλούσαν τη πραγμάτια τους με βροντερή φωνή. Μόνο ο Γκρένιον αμίλητος χτυπούσε με δύναμη το αμόνι σφυρηλατώντας ένα σπαθί. Ήταν μόνος στο μαγαζί καθώς ο πατέρας του είχε φύγει προς αναζήτηση κι αγορά πρώτων υλών. Αυτόν τον τομέα τον είχε αναλάβει ο πατέρας του μιας και ο Γκρένιον δεν ήθελε ν' αφήνει το μικρό του εργαστήριο, την αγαπημένη του τέχνη και να αναλίσκεται σε εμπορικές συζητήσεις. Γενικά δεν ένιωθε τόσο άνετα ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους όσο ένιωθε ανάμεσα στα εργαλεία του.
Άρχισε να σκέφτεται ταξίδια και τόπους μακρινούς, ανεξερεύνητους.
Την ονειροπόληση του Γκρένιον διέκοψε ο Άξερλικ, ο πελάτης και φίλος του, που ήρθε για να πάρει το σπαθί που είχε παραγγείλει. Είχε μεγαλώσει μαζί με τον Άξερλικ και ήταν από τους λίγους ανθρώπους στη ζωή του που μπορούσε ν' αποκαλεί φίλο, έστω κι αν δεν το είχε κάνει καμία φορά.
“Που ταξιδεύεις πάλι;” τον ρώτησε με τη δυνατή του φωνή.
“Πουθενά” απάντησε κοφτά ο Γκρένιον και συνέχισε να σφυρηλατεί από το σημείο που είχε σταματήσει.
“Άκουσες τα νέα; Έγινε δολοφονία στο παλάτι!”
...συνεχίζεται...
[Ένα προσχέδιο για μια νέα ιστορία.]