Όταν γεννήθηκε οι τρεις γριές που τη μοίρα ορίζουν του κάρφωσαν ένα όνειρο στη πλάτη.
Είναι λέει στο κέντρο της μεγάλης πόλης . Τα χρόνια έχουν περάσει και όλα είναι διαφορετικά. Εκεί σε μια πράσινη πλατεία βλέπει παιδιά να παίζουν και μεγάλους να είναι κι εκείνοι παιδιά. Και βλέπει άχρωμους ανθρώπους με κουστούμια να περνάνε. Και όταν κάποιο παιδί τους παίρνει χαμπάρι αρχίζει να τους πετάει μπάλες με χρώματα. Αρχίζουν να τους πετάνε όλοι, μικροί και μεγάλοι, μπάλες με χρώματα, σύννεφα με όνειρα και κόκκινα χαμόγελα.
Οι γκρίζοι άνθρωποι με τις γραβάτες τότε τρομοκρατούνται και το βάζουν στα πόδια. Εξαφανίζονται μέσα σε σκόνη και παρελθόν. Και ξαναγεννιούνται μέσα από το νερό. Πολύχρωμοι.
Κοιτούσε τριγύρω και δεν έβλεπε πίσσα ούτε τσιμέντο, μόνο θάλασσα και είχε σημασία το είναι και όχι το φαίνεσθαι.
Ξύπνησε ιδρωμένος αλλά χαμογελούσε. Στη δουλειά πάλι όλοι θα τον κοιτούσαν περίεργα. Ποιος ήταν άλλωστε αυτός -που σαν να ήταν κάποιο φρικιό- χαμογελούσε πρωί πρωί...