Ο πόλεμος των Δίδυμων Μαργαριταριών τελείωσε τόσο ξαφνικά όσο είχε αρχίσει. Το κόκκινο πέπλο από τα σώματα νεκρών ανθρώπων, ξωτικών, νάνων αλλά και μοχθηρών πλασμάτων κάλυπτε όλη τη πεδιάδα. Σε καιρούς που έμοιαζαν τώρα τόσο μακρινοί, τα χρυσά χωράφια των αγροτών εναλλάσσονταν με τα πυκνά πράσινα δάση στο μέρος που τώρα είχε κατασκηνώσει ο θάνατος και η καταστροφή. Η εποχή που ο Κ. περπατούσε ανέμελος στα στενά πράσινα μονοπάτια ήταν τώρα μόνο μια στιγμή στις σκέψεις του στρατιώτη με τη γκρίζα, σκουριασμένη πανοπλία.
Ο Κ. Δεν ήθελε να πάρει μέρος στον πόλεμο αλλά αναγκάστηκε. Δεν ήθελε να τον θεωρούν δειλό. Επιπλέον η σφοδρότητα των μαχών ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε ν' αφήσει ανεπηρέαστο κανένα ον. Κατάφερε να μείνει ζωντανός χωρίς κάποια προσπάθεια. Ούτως ή άλλως η θέση του στη μάχη ήταν ασήμαντη, μακριά από ήρωες και στρατηγούς. Είτε πέθαινε είτε όχι δεν θα έκανε καμιά διαφορά. Έτσι πίστευε. Τα παιδικά του όνειρα για δοξασμένες μάχες, ήρωες με αστραφτερές πανοπλίες και μεγάλα περίτεχνα σπαθιά με αλλόκοτα μαγικά ονόματα είχαν κατασπαραχτεί πριν από πολύ καιρό.
Άρχισε να χαμογελάει καθώς περπατούσε, κουρασμένος, προς τη πόλη. Χωρίς λόγο. Σκέφτηκε πως ήταν μια ενστικτώδες αντίδραση του νου του στη προσπάθεια ν' απαλύνει τη καταθλιπτική πραγματικότητα.
"Δεν είναι όλα βαμμένα μαύρα Κ." του είπε ο Γκούντογκ, ο γέρος νάνος που κούτσαινε και που για κάποιο περίεργο λόγο ήταν ο μόνος συμπολεμιστής που άλλαξε μερικές κουβέντες κατά τη διάρκεια του εφιάλτη των προηγούμενων ημερών.
"Συμφωνώ δεν είναι όλα μαύρα αλλά κόκκινα, αιμάτινα..." απάντησε σχεδόν ψιθυριστά ο Κ.
"Ναι αλλά όλο αυτό το αίμα, όλα αυτά τα σώματα θα γίνουν λίπασμα που θα βοηθήσει τη πεδιάδα να πάρει τη παλιά της γόνιμη μορφή." είπε ο νάνος φτύνοντας τις λέξεις με κόπο αλλά ταυτόχρονα ευδιάθετα.
"Κοινότυπο και θλιβερό Γκούντογκ αυτό που λες, κάτι τέτοια μας έλεγαν όταν είχαμε καταταγεί για να μας κάνουν να νιώσουμε περήφανοι..."
"Δεν ξέρω αν είναι κοινότυπο, Κ., αλλά πίστεψε με, έτσι θα γίνει. Το έχω δει να συμβαίνει... Και σίγουρα δεν είναι θλιβερό να βλέπεις τα δέντρα να προσπαθούν να φτάσουν τον ουρανό και τα λουλούδια ν' ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε αρώματα και χρώματα. Όλα αυτά θα γίνουν εδώ Κ."
Ο Κ. κοιτούσε τον ορίζοντα με ένα βλέμμα κενό. Ούτε μελαγχολικό, ούτε χαρούμενο. Έβλεπε μόνο παραμορφωμένα πτώματα & φρίκη.
Ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει θαμπός πίσω από τους μαύρους καπνούς των πυρκαγιών που ακόμη έκαιγαν παντού.