"Είσαι τόσο όμορφη που με κάνεις ν' αγχώνομαι" είπε ο Κ. προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του ή μάλλον... αυτό ήθελε να της πει. Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του καθώς έστεκε μπροστά του. Ήθελε απλώς να την αγκαλιάσει. Να νιώσει τη ζεστασιά της. Τη μυρωδιά της. Πίστευε όμως πως αν τη πλησίαζε θα έχτιζε με μιας τον τύμβο της ήττας του.
Η άγρια ομορφιά των drow δεν τον άφηνε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Ποιο δρόμο ν΄ακολούθησε; Τι την έφερε σε αυτό τον ανθισμένο βάλτο; Πως μπορεί η ομορφιά ν΄αντιστέκεται στο γκρίζο πέπλο της ασημαντότητας που μας καλύπτει;
Τέτοιες φιλοσοφικές ανοησίες κατέκλυζαν τις σκέψεις του Κ. καθώς τη κοιτούσε. Σίγουρα το να βλέπεις μια εκπρόσωπο από τη φυλή των σκοτεινών ξωτικών δεν είναι κάτι το συνηθισμένο στους πρόποδες των Βουνών Της Μοναξιάς. Ήταν όμως διαφορετική. Τα μάτια της έλαμπαν σαν έναστρη νύχτα ενώ η εύθραυστη και ταυτόχρονα δυναμική σιλουέτα της (τι παράδοξο πάλι κι αυτό;) έκαναν τα πάντα να μοιάζουν με χοντροκομμένες απομιμήσεις ενός άλλου, ενός κρυστάλλινου και συμμετρικού σύμπαντος.
Το βλέμμα της συνάντησε αυτό του Κ. Άρχισε να περπατά προς το μέρος του. Τον πλησίασε και σήκωσε με χάρη το διαμαντένιο της στιλέτο στο λαιμό του. Το χαζό ζωγραφισμένο χαμόγελο στο πρόσωπο του ήταν η μόνη άμυνα στην οποία κατέφυγε ο Κ.
Γέλασε κι εκείνη...