Στο στενό μπαλκόνι χωρούσε με δυσκολία ένα μικρό μεταλλικό τραπέζι και δύο καρέκλες. Κάθισε στηρίζοντας τα πόδια του στα κάγκελα. Υπήρχε ησυχία. Όλες οι απέναντι πολυκατοικίες ήταν σβηστές. Ήπιε τη πρώτη γουλιά από τη παγωμένη μπύρα. Ήταν καλοκαίρι και η ζέστη ήταν ανυπόφορη όμως αυτή τη νύχτα ένα γλυκό αεράκι έκανε τον Κ. να απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο της ξεκούρασης του. Ήταν η στιγμή του. Εικόνες από ορκ και γίγαντες που πολέμησε, από ιππότες να κείτονται νεκροί, διαμελισμένοι στο πεδίο της μάχης, από μάγους να εξαπολύουν τα πιο σκοτεινά ξόρκια, ερχόταν στο μυαλό του. Τις έδιωχνε με κόπο αλλά τις έδιωχνε. Ήταν η στιγμή του. Θα την απολάμβανε. Οι πληγές του θα έκλειναν για λίγο. Ο πόνος θα υποχωρούσε. Θα ταξίδευε μέχρι το φεγγάρι που τον χαιρετούσε από ψηλά. Άλλωστε ήταν η στιγμή του, η τελευταία του ανάσα και δεν θα τη χάριζε στα κτήνη. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Το φεγγάρι γελούσε. Άρχισε να υψώνεται απαλά, αθόρυβα σαν αερικό, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα ασημένια σύννεφα. Κανείς δεν τον είδε ξανά. Μόνο η μπύρα στο μικρό μπαλκόνι ήξερε την αλήθεια.