Δευτέρα 27 Μαΐου 2013
Τρίτη 21 Μαΐου 2013
Η παγωμένη μπύρα και το φεγγάρι
Στο στενό μπαλκόνι χωρούσε με δυσκολία ένα μικρό μεταλλικό τραπέζι και δύο καρέκλες. Κάθισε στηρίζοντας τα πόδια του στα κάγκελα. Υπήρχε ησυχία. Όλες οι απέναντι πολυκατοικίες ήταν σβηστές. Ήπιε τη πρώτη γουλιά από τη παγωμένη μπύρα. Ήταν καλοκαίρι και η ζέστη ήταν ανυπόφορη όμως αυτή τη νύχτα ένα γλυκό αεράκι έκανε τον Κ. να απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο της ξεκούρασης του. Ήταν η στιγμή του. Εικόνες από ορκ και γίγαντες που πολέμησε, από ιππότες να κείτονται νεκροί, διαμελισμένοι στο πεδίο της μάχης, από μάγους να εξαπολύουν τα πιο σκοτεινά ξόρκια, ερχόταν στο μυαλό του. Τις έδιωχνε με κόπο αλλά τις έδιωχνε. Ήταν η στιγμή του. Θα την απολάμβανε. Οι πληγές του θα έκλειναν για λίγο. Ο πόνος θα υποχωρούσε. Θα ταξίδευε μέχρι το φεγγάρι που τον χαιρετούσε από ψηλά. Άλλωστε ήταν η στιγμή του, η τελευταία του ανάσα και δεν θα τη χάριζε στα κτήνη. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Το φεγγάρι γελούσε. Άρχισε να υψώνεται απαλά, αθόρυβα σαν αερικό, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα ασημένια σύννεφα. Κανείς δεν τον είδε ξανά. Μόνο η μπύρα στο μικρό μπαλκόνι ήξερε την αλήθεια.
Κυριακή 12 Μαΐου 2013
Σάββατο 11 Μαΐου 2013
Πρέπει να πάρω μοτοσυκλέτα
Όταν ήμουν μικρός ο παππούς μου πήρε ένα Mego Viva 50cc. Ελληνικής κατασκευής, μπλε. Περισσότερες λεπτομέρειες για τη Tρικαλινή εταιρία που κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες θα βρείτε στη wikipedia. Ένα ζεστό απόγευμα Ιουλίου που όλοι έλειπαν από το σπίτι, πήγα να το πάρω βόλτα κρυφά. Ανέβηκα, το βάζω μπρος και -καθώς δεν είχα ιδέα από οδήγηση- τραβώ τέρμα το γκάζι και μετά από μια μεγαλειώδη πορεία πέντε μέτρων... πέφτω πάνω στον φράχτη το γείτονα, διαλύοντας το μπροστινό του Mego.
Η πρώτη σκέψη μου ήταν: "πρέπει να πάρω μοτοσυκλέτα".
[Tο θυμήθηκα με αφορμή τη συνέντευξη του Γκόσλινγκ στο Flix].
Δευτέρα 6 Μαΐου 2013
Σάββατο 4 Μαΐου 2013
Κόρε Ύδρο: Απλές Ασκήσεις στον Υπαρξισμό
Αγαπημένοι Κόρε Ύδρο μετά από χρόνια κυκλοφόρησαν νέο άλμπουμ στην Inner Ear.
Παρασκευή 3 Μαΐου 2013
Μεγάλη Παρασκευή
Κάθοδος. Τρεις μέρες στον Άδη, στο σκοτάδι. Μετά άνοιξη, φως. Είναι αυτή και η δική μας ζωή; Είναι μια πορεία από το φως στο σκοτάδι και από εκεί πάλι στο φως;
Θάνατος και ανάσταση πολλές φορές.
Έχει το απόκοσμο ο μελαγχολικός ήχος της καμπάνας που ακούγεται από το ανοιχτό παράθυρο. Ένας δυσοίωνος αγγελιοφόρος ενός μηνύματος που δεν ξέρεις το περιεχόμενό του, ούτε ποιος το στέλνει.
Και μιλάς σιγανά για να μην σε ακούσουν. Δεν θέλεις να σε ακούσουν. Θέλεις να σε αφήσουν στην ησυχία σου. Να αφεθείς στο ζεστό ανοιξιάτικο αεράκι σαν εκείνη τη πλαστική σακούλα που είδες στη ταινία που σου άρεσε.
Και ν' ακούσεις ξανά εκείνο το περίεργο και όμορφο -σαν άστρο που πεθαίνει- τραγούδι:
Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος
Είχε σπίτια και λιβάδια
και κοπάδια και σκυλιά
κι ένα δίχτυ που 'πιανε πουλιά
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του
Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά
και μιλούσε πάντα σιγανά
Δεν κατάλαβε πως την έσφαξε
κι ό,τι αγαπούσε το έκαψε
τα λιβάδια, τα κοπάδια
τα τραγούδια, τα φιλιά
και κανείς δεν έβγαλε μιλιά
Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε Θεέ μου τα κλάματα
Να 'χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά
κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά
Θάνατος και ανάσταση πολλές φορές.
Έχει το απόκοσμο ο μελαγχολικός ήχος της καμπάνας που ακούγεται από το ανοιχτό παράθυρο. Ένας δυσοίωνος αγγελιοφόρος ενός μηνύματος που δεν ξέρεις το περιεχόμενό του, ούτε ποιος το στέλνει.
Και μιλάς σιγανά για να μην σε ακούσουν. Δεν θέλεις να σε ακούσουν. Θέλεις να σε αφήσουν στην ησυχία σου. Να αφεθείς στο ζεστό ανοιξιάτικο αεράκι σαν εκείνη τη πλαστική σακούλα που είδες στη ταινία που σου άρεσε.
Και ν' ακούσεις ξανά εκείνο το περίεργο και όμορφο -σαν άστρο που πεθαίνει- τραγούδι:
Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος
Είχε σπίτια και λιβάδια
και κοπάδια και σκυλιά
κι ένα δίχτυ που 'πιανε πουλιά
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του
Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά
και μιλούσε πάντα σιγανά
Δεν κατάλαβε πως την έσφαξε
κι ό,τι αγαπούσε το έκαψε
τα λιβάδια, τα κοπάδια
τα τραγούδια, τα φιλιά
και κανείς δεν έβγαλε μιλιά
Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε Θεέ μου τα κλάματα
Να 'χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά
κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)