Υπάρχει ένα παλιό παραμύθι που κάθε γιαγιά λέει στα εγγόνια της όταν το κρύο παγώνει το νερό και τις ψυχές.
Όταν χιονίζει στη Καβάλα, μία φορά κάθε εκατό χρόνια, ο Λευκός Δράκος που κοιμάται στα μπουντρούμια του βυζαντινού κάστρου στον λόφο της Παναγίας, ξυπνάει. Τεντώνει τα άκρα του, που είναι μουδιασμένα από τον μακρύ ύπνο, κι αρχίζει να σέρνεται στους υγρούς, μουχλιασμένους διαδρόμους μέχρι που φτάνει στη κορυφή του πύργου. Εκεί κοιτάει πρώτα προς τη θάλασσα που δεν δίνει κι αυτή λογαριασμό στο χρόνο και παραμένει η καλύτερη του σύντροφος για πάνω από χίλια χρόνια. Μετά στρέφει το βλέμμα του προς την πόλη. Παρατηρεί έργα και ημέρες των ανθρώπων. Εκείνοι δεν του δίνουν σημασία. Έχουν πιο σημαντικά πράγματα να κάνουν. Πρέπει να βγάλουν ΦΠΑ, να τιμολογήσουν, να πουλήσουν, ν' αγοράσουν. Στη συνέχεια κοιτάει προς τον ουρανό γιατί κάθε φορά που χιονίζει στη Καβάλα, μια φορά στα εκατό χρόνια, ξυπνάει και ο Γκρίζος Δράκος του Χάους. Αυτός που κάνει το χιόνι λάσπη, που παγώνει το νερό και τους ανθρώπους.
Η μάχη τους είναι επική. Τα σύννεφα γίνονται λευκά καλωσορίζοντας τον. Παράλληλα μαύροι καπνοί ετοιμάζονται να προϋπαντήσουν τον μοχθηρό εχθρό του. Το πρώτο που βλέπει είναι τα κόκκινα μάτια του που σκίζουν σαν φλεγόμενα βέλη τον βαρύ ουρανό. Η σύγκρουση δεν αργεί να έρθει. Φωτιές και δόντια σαν διαμαντένια μαχαίρια αρχίζουν ένα τρομερό χορό που θα διαρκέσει όσο το πέφτει το χιόνι. Ο ένας προσπαθεί να εμποδίσει τον αντίπαλο του, ο άλλος προσπαθεί να σπείρει το χάος.
Μένει να δούμε ποιος θα είναι ο νικητής αυτή τη φορά.
Αυτά σκεφτόταν ο Κ. καθώς τηλεφωνούσε στη δουλειά του για να τους πει πως έχει αποκλειστεί.