Αυτή θα ήταν η καλύτερη playlist που είχε ετοιμάσει. Ήταν σίγουρος γι' αυτό. Σκεφτόταν τα τραγούδια όλη μέρα στη δουλειά. Άρχισε να την ακούει καθώς περπατούσε στην έρημη πλατεία. Μια στιγμή, δεν θα έπρεπε να ήταν γεμάτη κόσμο; σκέφτηκε. Υπήρχαν μόνο πολύχρωμα μπαλόνια που χανόταν στον νυχτερινό ουρανό, αφημένα από χέρια αόρατα, κι ένας σκύλος που τον κοιτούσε με περιέργεια.
"Δεν σε περιμένει κανείς εδώ" του είπε ο σκύλος.
"Το ξέρω" απάντησε εκείνος κι έκανε να φύγει αλλά τελικά στάθηκε ακίνητος. Κοίταξε το σκύλο. Έμοιαζε να είναι το μόνο έγχρωμο αντικείμενο σε μια γκρίζα φωτογραφία.
"Είσαι σκύλος, δεν θα έπρεπε να μιλάς, μόνο να γαβγίζεις", είπε σχεδόν ψιθυριστά.
"Κι εσύ είσαι άνθρωπος δεν θα έπρεπε να σκέφτεσαι, μόνο να καταναλώνεις," απάντησε ο σκύλος, σαφώς θιγμένος από τη παρατήρηση του Κ.
Ο Κ. κατάλαβε ότι πρόσβαλε τον σκύλο και σκέφτηκε να ζητήσει συγνώμη. Τελικά όμως το θεώρησε παρανοϊκό όλο αυτό κι άρχισε να περπατάει. Ανέβασε κι άλλο την ένταση του iPhone. Έπαιζε η νέα playlist που είχε ετοιμάσει με φροντίδα περισσή κι αφού είχε επισκεφθεί όλα τα χιπστερ-ο-μπλογκ και σάιτ. Κι αυτή του φάνηκε βαρετή. Άλλαζε τις playlist σχεδόν καθημερινά. Δεν άντεχε να τις ακούσει ως το τέλος, ούτε για δεύτερη φορά.
"Όσο και ν' αυξήσεις τον θόρυβο ποτέ δεν θα πάψεις ν' ακούς τον "θόρυβο" που υπάρχει μέσα σου", παρατήρησε ο σκύλος που τον ακολουθούσε από πίσω.
"Α, εκτός του ότι μπορείς και μιλάς, φιλοσοφείς επίσης."
"Φυσικά, δεν θα υπήρχε λόγος να μου δοθεί η δυνατότητα της ομιλίας αν δεν είχα κάτι να πω." είπε ο σκύλος με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
Δεν απάντησε. Ο σκύλος είχε όρεξη για κουβέντα αλλά ο Κ. βαριόταν. Περπατούσαν για αρκετή ώρα. Έφθασαν τελικά σε ένα λόφο και καθίσαν και οι δύο κάτω από ένα δέντρο που σιγοτραγουδούσε στίχους παλιούς, ξεχασμένους. Μπροστά τους απλωνόταν η πεδιάδα και μετά η σκοτεινή θάλασσα. Στο κέντρο της πεδιάδας υπήρχε το παλιό εργοστάσιο με χιλιάδες φώτα αναμμένα και με τεράστιες καμινάδες που ξερνούσαν καπνούς. Έμοιαζε σαν μαγική πολιτεία με όλα αυτά τα λαμπάκια από εκείνο το σημείο. Προτίμησαν όμως να παρατηρήσουν τ' αστέρια απ' το να χαζεύουν το εργοστάσιο. Ένα αναπάντητο ερώτημα είχε καρφωθεί στις σκέψεις και των τριών, του Κ., του σκύλου και του δένδρου:
Άραγε υπήρχαν κάποιοι άλλοι, σε ένα από αυτά τ' άστρα, που καθόταν σε ένα λόφο και κοιτούσαν τον δικό τους νυχτερινό ουρανό;