Οι μέρες περνούσαν σαν χελώνες νεκρές και ο Κ. συνέχιζε να περιδιαβαίνει τους κρύους και υγρούς διαδρόμους του τρομερού κτίσματος του. Το μπουκάλι του, ο μόνος συγγενής του σε αυτή την υπόγεια ζωή, είχε αδειάσει. Ακούμπησε αργά στον τοίχο και άφησε το σκελετωμένο του σώμα -μόνο με απόγνωση τρεφόταν τον τελευταίο καιρό- να πέσει στο δάπεδο. Έκλεισε τα μάτια του, το σούρουπο της ζωής του πλησίαζε.
Ένας δυνατός κρότος και η δόνηση του πατώματος τον έκαναν να ξυπνήσει από τον βαθύ λήθαργο. Ένα τρίξιμο, σαν μια βαριά πόρτα να ανοίγει, ακούστηκε. Θυμήθηκε. Ναι, ήξερε πια που είχε χτίσει την έξοδο. Δεν είχε όμως σημασία, σκέφτηκε και βούτηξε πάλι στο σκοτάδι. Σύντομα όμως άρχισε να νιώθει... Τη θέρμη της. Το άγγιγμα της. Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του τα οποία πόνεσαν καθώς αντίκριζαν το Φως του φεγγαριού στο πρόσωπο της, μετά από τόσες περιπλανήσεις στο σκοτάδι.
"Ήρθε η ώρα να βγεις από εδώ μέσα", του είπε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της...
(Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος Λαβύρινθος: Η Αρχή, Art by Lady-Symphonia)