Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Αμνοί


Ο Κ. κάθισε ακουμπώντας τη πλάτη του στον κορμό ενός δέντρου. Ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο απόγευμα. Οι οσμές από τα ανθισμένα διάσπαρτα λουλούδια, που έμοιαζαν με πολύχρωμα αστέρια σε έναν πράσινο ουρανό, ζάλιζαν τις αισθήσεις του. Όλο του το σώμα πονούσε αλλά τουλάχιστον δεν είχε κάποια ανοιχτή πληγή. Ήπιε λίγο νερό από το παγούρι του κι έφερε στο μυαλό του αυτά που συνέβησαν τη προηγούμενη μέρα.

Θα ήταν μια απλή αποστολή. Θα έπαιρναν ένα μικρό μαχαίρι-κειμήλιο από ένα μοναστήρι που ήταν κρυμμένο στο δάσος του Λύσους, του όρους που ορθωνόταν έξω, όχι και πολύ μακρυά, από τα βόρεια τείχη της πόλης. Έφτασαν μεσημέρι, είχε κάτι το περίεργο το μοναστήρι. Νεκρική ησυχία. Επίσης δεν υπήρχαν διακοσμήσεις και αγάλματα αγίων και θεών που στόλιζαν τα άλλα μοναστήρια που έτυχε να είχε επισκεφθεί. Μόνο ένα άγαλμα βρισκόταν στη μέση του προαυλίου. Έδειχνε ένα δαίμονα με το βλέμμα και τα χέρια του υψωμένα  στον ουρανό ενώ από τη βάση του εξείχαν φλόγες. Ο Κ. δεν μπορούσε να αποφασίσει αν εκλιπαρούσε για λύτρωση ή αν ανερχόταν, από κάποιο κατώτερο επίπεδο της κόλασης, επάνω στη γη.

Εισήλθαν εύκολα στο μοναστήρι χωρίς ν' αντιμετωπίσουν κάποια αντίδραση ή κάποια τυπική υποδοχή. Σίγουρα οι μοναχοί δεν θα ήταν πολύ ευχαριστημένοι που ένα τέτοιο αρχαίο κειμήλιο θα έφευγε από τα χέρια τους. Το μοναστήρι έμοιαζε έρημο αλλά όχι εγκαταλειμμένο. Ανεβαίνοντας σε έναν από τους πυργίσκους είδαν τελικά μερικούς να φροντίζουν τα ζώα στους στάβλους που βρισκόταν πίσω από το κύριο κτίσμα και τα μικρά χωράφια πιο πέρα. Ο Κ. ήταν σίγουρος πως κι αυτοί τους είδαν αλλά δεν έδειξαν κάποια αντίδραση. Τελικά κάποιος άκουσε ένα βουητό. Ακολούθησαν τον ήχο και βρέθηκαν σε έναν υπόγειο διάδρομο που οδηγούσε σε μια ξύλινη βαριά πόρτα. Στο κέντρο της βρισκόταν καρφωμένοι κάποιοι αρχαίοι ρούνοι φτιαγμένοι από χρυσό. Ήταν κλειδωμένη. Μετά από πολλές προσπάθειες την έσπασαν και μπήκαν μέσα.

Είδαν δώδεκα καλόγερους με γκρίζους χιτώνες να είναι παραταγμένοι σε κύκλο, στο κέντρο του οποίου υπήρχαν ζωγραφισμένα περίεργα σύμβολα και δαιμονικές μορφές. Το βουητό που ακουγόταν ήταν ο ύμνος που απάγγειλαν συγχρονισμένα οι μοναχοί. Ένας από τους συντρόφους του είδε στο βάθος της αίθουσας το μαχαίρι κι έτρεξε να το πάρει. Ήταν πάνω σε ένα κομμάτι κόκκινο βελούδο που βρισκόταν σε ένα μαρμάρινο δίσκο του οποίου η βάση ήταν σκαλισμένη με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε με χέρια να τον βαστούν. Πριν προλάβει όμως να το πλησιάσει, ένα μοναχός γύρισε προς το μέρος του κι εκείνος αμέσως έμεινε ακίνητος. Τα γουρλωμένα μάτια του μοναχού αντικατόπτριζαν των φως των κεριών και έμοιαζαν να είχαν πάρει φωτιά. Ο Γρύττος έριξε ένα βέλος στον μοναχό που έπεσε σαστισμένος στο έδαφος. Το ίδιο έκανε και ο στρατιώτης που στεκόταν ως τότε εκεί ακίνητος.

Τότε κάτι άλλο τράβηξε τα βλέμματα όλων. Στο κέντρο του κύκλου μια φωτιά εμφανίστηκε κι άρχισε να θεριεύει μέχρι που έφτασε το ταβάνι. Στο κέντρο της μια σκοτεινή φιγούρα άρχισε να κινείται. Πρώτα  πρόσεξαν την επιβλητική πανοπλία. Μαύρη σαν άναστρη νύχτα, γυάλιζε υπό το φως των κεριών. Το κράνος, μαύρο κι αυτό, είχε δύο πελώρια κέρατα καρφωμένα αριστερά και δεξιά. Φαινόταν μόνο τα μάτια του πλάσματος, μαύρα και μοχθηρά γεμάτα μίσος. Το μυώδες γκρίζο σώμα του κτήνους ήταν πάνω από δύο μέτρα. Κρατούσε μια χοντρή αλυσίδα με μια φλεγόμενη, γεμάτη καρφιά σφαίρα στην άκρη της. Ένας απόκοσμος ήχος, σαν βαριά κατάρα σε γλώσσα παλιά και ξεχασμένη, βγήκε από το στόμα του που κανείς δεν κατάλαβε αλλά έκανε όλους τους μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώτες να τρομάξουν σαν μικρά παιδιά. Το πλάσμα επιτέθηκε.

Σκότωσε τους δύο στρατιώτες που βρέθηκαν μπροστά του με ένα χτύπημα. Ο Γρύττος εξαπέλυσε μια επίθεση με βέλη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όλα βρήκαν τον στόχο τους αλλά η πανοπλία ήταν αδιαπέραστη και το κτήνος δεν έδειξε να πτοείται. Αντιθέτως με μια γρήγορη κίνηση έπιασε τον τοξότη από τον σβέρκο και του τον έσπασε. Ο Γύζος και ο Στρόιβος άρχισαν να τον τρυπούν όπου έβρισκαν κενό από τη πανοπλία με τα μακρυά κοντάρια τους. Το πλάσμα δεν κατάλαβε τίποτα, μόνο λίγες σταγόνες αίμα έτρεξαν. Αυτό γέμισε ελπίδα τον Κ. Ό,τι ματώνει μπορεί και να πεθάνει. Τα συναισθήματα άλλαξαν άρδην βλέποντας τους δύο συντρόφους του να πέφτουν νεκροί με ένα χτύπημα από τη πύρινη σφαίρα. Έμεινε μόνο ο Κ. και ο Περιγένης. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο έμπειρος συμπολεμιστής του ασχολούνταν με τους μοναχούς που είχαν βγει από την έκσταση τους και με κοντά σπαθιά προσπαθούσαν να επιτεθούν στους εισβολείς. Ήταν μια άνιση μάχη λόγω του πλήθους των μοναχών αλλά το γεγονός ότι για κάποιο λόγο δεν περνούσαν μέσα από τον ζωγραφισμένο κύκλο τους ανάγκαζε να επιτίθενται ένας-ένας ή δύο-δύο στον Περιγένη. Εκείνος με το μακρύ του σπαθί έδειχνε να τα καταφέρνει. Ήδη είχε σκοτώσει δύο από αυτούς. Ο Κ. δεν είχε τον χρόνο να τον βοηθήσει. Το πλάσμα κοιτούσε αυτόν τώρα. Έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη, χωρίς να το σκεφτεί και το έστρεψε προς τον εχθρό του. Διέκρινε έναν πολύ σύντομο δισταγμό στον δαίμονα με τη μαύρη πανοπλία όταν αυτός αντίκρισε τον σπαθί του Κ. Σίγουρα δεν ήταν ένα συνηθισμένο στρατιωτικό ξίφος. Μια γραμμή από κόκκινο χρυσό διέτρεχε τη λάμα από τη βάση της ως τη κοφτερή μύτη. Επίσης μια δοξασία ήταν σκαλισμένη επάνω του, μια αρχαία έκκληση προς τον Ατάγιο τον θεό του φωτός για προστασία και δύναμη. Ένα καθόλου συνηθισμένο σπαθί για ένα καθόλου συνηθισμένο στρατιώτη.

Έριξε το πρώτο χτύπημα και κατόρθωσε να πληγώσει το βδέλυγμα που βρισκόταν απέναντι του. Εκείνο ούρλιαξε από τον πόνο και το όπλο από φωτιά κι ατσάλι που κρατούσε έπεσε στο πάτωμα. Αμέσως όμως επιτέθηκε με της γυμνές γροθιές του και κατάφερε να χτυπήσει -τον ξαφνιασμένο από τη ταχύτητα και μανία- Κ. τόσο στα πλευρά όσο και στο πρόσωπο. Εκείνος άφησε το σώμα του να πέσει και να κυλήσει αριστερά του αντιπάλου του και πριν τελειώσει η κίνηση του σηκώθηκε στα πόδια του και -αγνοώντας τον οξύ πόνο- έμπηξε το σπαθί στο κενό της πανοπλίας, αριστερά και κάτω από τον πνεύμονα του αντιπάλου του. Ένιωσε το χέρι του να τραντάζετε και το ξίφος να δονείται καθώς άνοιγε πληγή στο σκληρό γκρίζο σώμα, ενώ παράλληλα, η κόκκινη γραμμή και τα γράμματα του φάνηκαν πως έλαμπαν. Ο πολεμιστής με τη μαύρη πανοπλία παραπάτησε, δεν ούρλιαξε, έπεσε στα γόνατα κι έπιασε με τα δύο τεράστια χέρια του τη πληγή. Ο Κ. δεν έχασε χρόνο και με μια χορευτική κίνηση, γυρνώντας γύρο από τον εαυτό του, κατέβασε το σπαθί στο γυμνό λαιμό του τέρατος κι έκοψε το κεφάλι σαν να ήταν λεπτό κλαδί. Η μαύρη πανοπλία πήρε φωτιά καίγοντας και τις σάρκες αυτού που τη φορούσε. Σε λίγο έμεινε μόνο μια άσχημη μυρωδιά και γκρίζα στάχτη. Γύρισε και είδε τον συμπολεμιστή του περιτριγυρισμένο από τους μοναχούς οι οποίοι όμως είχαν σταματήσει και με την αγωνία και την έκπληξη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους κοιτούσαν τον Κ.

"Σκότωσε τους!" φώναξε στον Περιγένη κι επιτέθηκε κι αυτός περνώντας χωρίς να το καταλάβει μέσα από τον κύκλο. Ένιωσε μια δυσφορία, η αναπνοή του να κόβετε κι άκουσε στριγκλιές να του τρυπούν τα αυτιά αλλά με τη φόρα που είχε πέρασε απέναντι και όλα σταμάτησαν. Σε λίγο όλοι οι μοναχοί ήταν νεκροί. Πήρε το μαχαίρι από τον πέτρινο δίσκο, το τύλιξε με το βελούδο και το έβαλε στη εσωτερική τσέπη του χιτώνα του.

"Πάμε να φύγουμε Περιγένη, όσο γίνεται πιο γρήγορα από εδώ.". Ο συμπολεμιστή του πήγε να πει κάτι αλλά τελικά του έγνεψε καταφατικά κι άρχισαν να τρέχουν. Στο δρόμο τους συνάντησαν κι άλλους μοναχούς με σπαθιά αλλά τους αντιμετώπισαν εύκολα. Βγήκαν στο προαύλιο. Ένας μοναχός καθόταν στη βάση του αγάλματος κι έψελνε χαμηλόφωνα. Ο Περιγένης του επιτέθηκε αλλά τότε πραγματική φωτιά υψώθηκε εκεί που βρισκόταν η μαρμάρινη αναπαράσταση της κι έκαψε τον πολεμιστή αλλά και τον μοναχό. Τα νέα ουρλιαχτά έκαναν τον Κ. να τρέξει ακόμη πιο γρήγορα. Τα άλογα βρισκόταν ακόμη εκεί που τα είχαν αφήσει. Καβάλησε το δικό του κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Τώρα στον κορμό του δέντρου κοιτούσε το ατσάλινο μαχαίρι που πήρε από το μοναστήρι και το σπαθί του και σκεφτόταν πόσα έπρεπε να μάθει γι' αυτά αλλά και για μοναστήρια που καλούν δαιμονικά πλάσματα. Έπρεπε να μάθει για να μπορέσει να πάρει εκδίκηση για τους συντρόφους του που μαζί με τον ίδιο τους έστειλαν σαν να ήταν αμνοί προς σφαγή.

Παραπομπές:
Photo by Peter Aschoff on Unsplash