Γύρω από τη μεγάλη λίμνη του Ένσκαροτ υπήρχαν χτισμένα τέσσερα χωριά. Η ζωή κυλούσε ήρεμα και οι μεγάλοι πόλεμοι είχαν ξεχάσει το Ένσκαροτ. Σε ένα από αυτά υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπίτι όπου ζούσε κι ο ονειροπολούσε ο Κ. Ο μεγάλος πολεμιστής που ανέβηκε από τον νότο σε αυτή τη καταπράσινη κοιλάδα του βορρά για να ξεκουραστεί ή έτσι έλεγε στους ψαράδες που συναντούσε το πρωί στις όχθες.
Όλα όμως άλλαξαν μετά τη μεγάλη καταιγίδα. Η λίμνη ξύπνησε εκείνο το βράδυ και από τα σκοτεινά της βάθη ξεπήδησαν δαίμονες που πλημμύρισαν τα τέσσερα χωριά. Όλα τα όνειρα του Κ. ήταν πλέον εφιάλτες ή ακόμη χειρότερα μερικές φορές ξυπνούσε χωρίς να θυμάται τι είδε. Οι μαύροι δαίμονες ήταν ανίκητοι γιατί νάρκωναν τους ανθρώπους και τους έκρυβαν την ομορφιά. Τα μάτια τον ανθρώπων έγιναν μαύρα γιατί πλέον δεν τους άρεσαν τα χρώματα. Το φως τους έκαιγε τα μάτια και όλα φαινόταν γκρίζα.
Ο Κ. ήλπιζε ότι ο ήλιος θα έβγαινε ξανά κάποια στιγμή και θα τέλειωνε η αιώνια βροχή που σάπιζε τα πάντα. Ήταν σίγουρος ότι θα έβγαινε ξανά. Ευχόταν να έβγαινε ξανά.
Τότε ένα παιδί τον πλησίασε και τον ρώτησε γιατί φορούσε το παλτό του και τη χοντρή κουκούλα. Ο Κ. απόρησε με την αφέλεια του μικρού και του απάντησε σχεδόν ειρωνικά ότι με αυτή τη παγωμένη βροχή να πέφτει τα τελευταία χρόνια τι άλλο θα έπρεπε να φοράει. Το παιδί τον κοίταξε περίεργα και του απάντησε πως έχει να βρέξει εδώ και μήνες και πως ο ζεστός ήλιος ξυπνάει κάθε πρωί τη κοιλάδα του Ένσκαροτ.
Έτριψε τα μάτια του με δύναμη. Σκόνη σηκώθηκε πολύ στο οπτικό του πεδίο και όταν αυτή κατακάθισε τα μάτια του πόνεσαν από το καλοκαιρινό φως και το κεφάλι του ζαλίστηκε από τα χρώματα.