Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Η ενέδρα

Η ενέδρα
«Εσύ Άρκεον θα επιτεθείς από δυτικά μαζί με τους τρεις νάνους από τη Πραόιακ. Ο Ταρίνιον μαζί με τους αδερφούς του θα αναπτυχθούν στα ανατολικά και θα είναι έτοιμοι, με τα τόξα τους τεντωμένα, κρυμμένοι μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων», είπε ψιθυριστά, ο Κάριος, το ξωτικό από τον βορρά που μαζί με την ομάδα του αποτελούσε μέλος μιας από τις πιο θρυλικές σέκτες κυνηγών κεφαλών στα δυτικά βασίλεια.

«Τα βέλη μας δεν θα μπορέσουν να τρυπήσουν τον βράχο» απάντησε ο Ταρίνιον.

«Τα ξόρκια της γριάς Γκάιμελ στα όπλα μας θα βοηθήσουν τα βέλη σου να διαπεράσουν το θήραμα μας» του ανταπάντησε κοφτά ο Κάριος.

«Το θήραμα…» μονολόγησε ο Άρκεον. Δεν του άρεσε η φρασεολογία του αρχηγού του. Όχι ότι θα άλλαζε κάτι σε αυτό που έκαναν αν το διατύπωναν διαφορετικά αλλά πάντα ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό του όταν αντιμετώπιζαν αυτούς που κυνηγούσαν χωρίς τον σεβασμό που είχε μάθει από μικρός ότι αξίζουν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Ο Αρκέον μεγάλωσε με τις διδαχές του πατέρα του που ήταν ιερέας σε μοναστήρι της θεάς Όλιας, της θεάς της γης. Χωρίς, όμως να πει κάτι άλλο, κινήθηκε προς τη θέση του όπως είχε διαταχθεί. Πάνω από τα κλαδιά του δέντρου έβλεπε τους συντρόφους του να απλώνονται αθόρυβα στη περιοχή της ενέδρας.

Μόνο το θρόισμα των φύλλων και ο ήχος του νερού που κυλούσε έσπαγε τη σιωπή της ζεστής ανοιξιάτικης μέρας.

Τα βαριά βήματα του δημιούργησαν δονήσεις στο έδαφος που τις αντιλήφθηκαν ακόμη και οι πολεμοχαρείς νάνοι. Ο πέτρινος γίγαντας έκανε την εμφάνιση του στην όχθη το ποταμού ανεβάζοντας τη βουβή ένταση της ομάδας που τον παραμόνευε. Κρατούσε στα χέρια του κλαδιά τα οποία πέταξε κάτω στη προσπάθεια του να καλύψει το πρόσωπο του όταν τα πρώτα βέλη τον χτύπησαν. Τα γητεμένα βέλη τελικά δεν μπορούσαν να τον πληγώσουν δείχνοντας άλλη μια φορά την ανημποριά των μαύρης μάγισσας ενάντια στο αγαθό ον. Μπορεί να ήταν τρομακτικός στην όψη αλλά το μόνο που ήθελε ήταν να περνάει απαρατήρητος. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε αποτραβηχτεί σε αυτό το τεράστιο δάσος.

Ο Κάριος με τα δύο σκοτεινά ξωτικά του επιτέθηκαν χαμηλά με τα μαγικά τους γιαταγάνια, αιφνιδιάζοντας το τέρας χωρίς όμως να κατορθώσουν κι αυτοί να του χαρίσουν κάποια πληγή. Βλέποντας την εξέλιξη της μάχης μέσα από τις φυλλωσιές το τρίτο σκοτεινό -και πιο ισχυρό- ξωτικό της συντροφιάς, άρχισε να ψιθυρίζει μια επίκληση στον μοχθηρό του θεό, μια γητειά κατευθείαν από τη κόλαση τόσο ισχυρή που άνοιξε πληγές στα χέρια του. Ήταν εκτελεσμένη όμως άψογα και αμέσως ο αντίπαλος των κυνηγών άρχισε να βγάζει κραυγές πόνου και γονάτισε λες και αόρατες αλυσίδες να το τράβηξαν δυνατά κάτω.

Αίμα άρχισε να τρέχει από τις ρωγμές του πέτρινου σώματος προδίδοντας τη θνητή του φύση. Η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του έτοιμοι να τον αιχμαλωτίσουν. Ο Βασιλιάς Ουίνοαχ θα έδινε πολλά για ν’ αποκτήσει ένα τέτοιο υπερφυσικό φρουρό στο κάστρο του.

Ξαφνικά ένας δυνατός ζεστός άνεμος έκανε τα φυτά στο τόπο της σύντομη μάχης να λυγίσουν σαν να υποκλίνονται. Ένα δυνατό φως τύφλωσε τους πολεμιστές. Η μορφή μιας γυναίκας άρχισε να σχηματίζεται μπροστά από το πληγωμένο πλάσμα. Το σκουρόχρωμο δέρμα της, τα μακριά της καστανά μαλλιά στα οποία ήταν πλεγμένα διάφορα άνθη και το χρυσοπράσινο μακρύ της φόρεμα που φάνταζε σαν να ήταν κεντημένο με εκατομμύρια φύλλα έκανε όλους να καταλάβουν ότι η θεά της γης παρουσιάστηκε μπροστά τους. Η ίδια χωρίς να τους δώσει σημασία αγκάλιασε το γονατισμένο πλάσμα, το οποίο ένοιωσε τις πληγές του να επουλώνονται.

Γύρισε προς τους κυνηγούς. Τα μεγάλα καστανά μάτια της έλαμψαν για μια στιγμή κι όλοι έπεσαν κάτω χωρίς να νιώσουν κάποιο πόνο αλλά ταυτόχρονα και χωρίς να μπορούν να κινήσουν τα άκρα τους. Μόνο το σκοτεινό ξωτικό που είχε εξαπολύσει τη φρικτή γητειά στεκόταν όρθιο, κρυμμένο πίσω από τα δέντρα, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του αλλά και με μια απορία να τρυπά τον μυαλό το σχετικά με το ποιος κάλεσε τη πανίσχυρη Θεά της γης.

Η Όλια σήκωσε το χέρι της προς το μέρος του. Μια αόρατη δύναμη που ένιωσαν όλοι έφυγε από το θεϊκό της άκρο με στόχο τον κρυμμένο ξωτικό.

«Όποιος φέρνει τη κόλαση στο βασίλειο μου, συναντά κι ο ίδιος τη κόλαση» είπε με μία βαθιά, μελωδική και ταυτόχρονα επιβλητική φωνή η θεά του φωτός.

Οι κραυγές αγωνίας του συντρόφου τους που ψυχορραγούσε έκανε το αίμα όλων να παγώσει. Μόνο ο Άρκεον καθισμένος ακόμη στο κλαδί, που είχε σκαρφαλώσει για να επιτεθεί στον πέτρινο γίγαντα, τέλειωνε ατάραχος, γεμάτος γαλήνη, τη προσευχή που του είχε μάθει ο πατέρας του και που ήταν ταυτόχρονα επίκληση στη μεγάλη θεά που προστάτευε τα πλάσματα του δάσους.