Ο Γκρένιον έβγαλε τη τελευταία ανάσα από το περίτεχνο θηκάρι της και θα ορκιζόταν πως, για μια στιγμή, διέκρινε ένα βλέμμα έκπληξης στο πρόσωπο του τέρατος. Τα πετράδια άστραψαν βγάζοντας μια έντονη λευκή λάμψη που κάλυψε το σπαθί σαν αύρα. Αυτό φάνηκε περίεργο στον τρομοκρατημένο άνδρα. Στη προηγούμενη μάχη που έδωσε με τα αροχνόμορφα πλάσματα το σπαθί είχε βγάλει μαύρη λάμψη. Τώρα όμως βρισκόταν σε άλλους κόσμους. Η φωτεινή αύρα του σπαθιού άρχισε να καλύπτει και τον ίδιο. Ένιωσε να ζεσταίνετε και οι φλέβες του να μετατρέπονται σε χείμαρρους που παρέσυραν κάθε αμφιβολία και φόβο έξω από το σώμα του.
Χωρίς να το σκεφτεί επιτέθηκε στον δαίμονα στοχεύοντας στη μαύρη του καρδιά. Ο Φαρέκ τράβηξε κι αυτός ένα ξίφος που ήταν δεμένο στη πλάτη του και απέκρουσε τη Τελευταία Ανάσα. Αμέσως άπλωσε το σπαθί του κι έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να κόψει στα δύο τον νεαρό άνδρα, στοχεύοντας στο κεφάλι. Ο Γκρένιον κατάφερε να αποκρούσει, με το σπαθί του να τραντάζεται και ρίχτηκε μανιασμένος στην επίθεση. Μόνο ο ήχος από το χτύπημα των σπαθιών έσπαζαν τη νεκρική σιγή. Ο δαίμονας είχε καθαρά το πλεονέκτημα της δύναμης αλλά και ο Γκρένιον, με τη βοήθεια του ιδιαίτερου σπαθιού του, δεν σταματούσε στιγμή να επιτίθεται. Χωρίς να το καταλάβει είχαν βρεθεί κοντά στη στενή πέτρινη γέφυρα που οδηγούσε στη Πύλη.
Οι επιθετικές κινήσεις του Φαρέκ ήταν τώρα πιο γρήγορες και δυνατές. Ο νεαρός άνδρας άρχισε να νιώθει τη κούραση στους μυς καθώς βρισκόταν πια σε κατάσταση άμυνας. Ο αντίπαλος του ήταν πολύ δυνατός και ούτε η δύναμη του σπαθιού μπορούσε να τον οδηγήσει στη νίκη. Άρχισε να απελπίζεται. Ο δαίμονας χαμογέλασε χαιρέκακα οσμίζοντας την απόγνωση του άνδρα που αφελώς εισέβαλε στο βασίλειο του.
«Αλήθεια, πίστευες πως θα μπορούσες να νικήσεις έναν θεό απλώς με ένα μαγικό σπαθί;» γρύλισε ο Φαρέκ, «σε κορόιδεψαν, άνθρωπε, τα πονηρά ξωτικά ώστε να κάνεις τη δουλειά τους, σε υπερεκτίμησαν και σε έστειλαν στο χαμό σου, όπως είχαν στείλει και τη μητέρα σου!»
Η οργή του Γκρένιον θέριεψε και ξεκίνησε με ορμή μια επίθεση για ν’ αφανίσει το τέρας. Εύκολα ο Φαρέκ τον απέφυγε και με μια γρήγορη κίνηση τον έσπρωξε προς τη γέφυρα. Πριν να προλάβει να σταθεροποιηθεί στη μικρή επιφάνεια της γέφυρας ο αντίπαλος του, ο άρχοντας της μαύρης αβύσσου του επιτέθηκε. Ο Γκρένιον στη προσπάθεια του να τον αποφύγει δεν κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία του και άρχισε να πέφτει στο κενό. Τα μικρά διαβολικά φτερωτά πλάσματα άρχισαν να πετούν γύρω του. Ένα ζεστό φως τότε εμφανίστηκε από το βάθος της αβύσσου και τον τύλιξε στοργικά εκπληρώνοντας έτσι το όνειρο του που έβλεπε τον τελευταίο καιρό ο σιδεράς. Άρχισε ν’ ανεβαίνει μαγικά προς τη γέφυρα. Με κόπο κατάφερε να πιαστεί από την άκρη της γέφυρας και να σταθεί στα πόδια του.
Ο δαίμονας, αν και ήταν ξαφνιασμένος δεν έχασε ευκαιρία και όρμησε με το φρικτό σπαθί του. Ο θάνατος ήταν πολύ κοντά, όταν ξαφνικά μια τεράστια μορφή βγήκε πετώντας από τη Διαμαντένια Πύλη που έλαμπε στο τέλος της πέτρινης γέφυρας. Ήταν ο Έκμνεϊν, ο αρχαίος Μαύρος Δράκος που όρμησε στον Φαρέκ ξερνώντας θειάφι και φωτιά από το στόμα του. Η πύρινη επίθεση του ευγενούς πλάσματος κατάφερε να πληγώσει τον δαίμονα που αποπροσανατολίστηκε και έκανε μερικά βήματα πίσω.
«Ανόητε!» φώναξε ο Φαρέκ και έφτυσε προς τον Δράκο βλέποντας τον να πέφτει νεκρός στο έρεβος. Ο Έκμνεϊν ήταν πλάσμα του Φωτός και επομένως αυτό σήμαινε ότι δεν επιτρεπόταν να περάσει σε δαιμονικά βασίλεια. Η τιμωρία για μια τέτοια ενέργεια ήταν ο θάνατος. Είχε καταφέρει όμως να αποσπάσει τη προσοχή του δαίμονα από τον Γκρένιον που είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και ήδη είχε πλησιάσει τον δαίμονα με την Τελευταία Ανάσα, το σπαθί των Θεών, να καίει σαν λάβα στα χέρια του. Το σήκωσε και με δύναμη το έμπηξε στο σκληρό δέρμα του εχθρού του. Ο Φάρεκ δεν πρόλαβε ν’ αμυνθεί καθώς το σπαθί έκοβε τις μαύρες σάρκες του. Η Τελευταία Ανάσα έβγαλε μια εκτυφλωτική λάμψη καίγοντας το δαιμονικό πλάσμα που έβγαζε άναρθρες κραυγές απόγνωσης. Το άψυχο σώμα του έπεσε πάνω στη γέφυρα χτυπώντας με δύναμη και στη συνέχεια κύλησε στο κενό που έχασκε από κάτω.
Ένα αίσθημα ανακούφισης πλημμύρησε τον Γκρένιον και άρχισε να περπατά προς τη Πύλη. Δεν άντεχε να μείνει στιγμή στον απεχθή αυτόν κόσμο. Στην άλλη πλευρά τον περίμενε ο πατέρας του που δακρυσμένος τον αγκάλιασε. Λίγο πιο πέρα ο Λαέκριον, θλιμμένος από τον χαμό του φίλου του, πήγε να αγκαλιάσει τον νέο ήρωα της Αρλάικ.
«Δεν θα τα είχα καταφέριε χωρίς τη θυσία του Έκμνεϊν…» είπε χαμηλόφωνα ο Γκρένιον. «Δεν έπρεπε να θυσιαστεί όμως για έναν άνθρωπο.»
«Φυσικά και άξιζε, γι’ αυτό και το έκανε. Ο Δράκος ήταν ένα σοφό ον» απάντησε ο Λαέκριον. «Η θυσία του δεν ήταν ανώφελη καθώς ο Φαρέκ νικήθηκε».
«Πες μου όμως τι ήταν αυτό που με έσωσε όταν έπεσα, τι ήταν αυτό το ζεστό φως που με ανέβασε πάλι στη γέφυρα;» ρώτησε ο Γκρένιον.
«Η μητέρα σου.» απάντησε ο πατέρας του. «Η αγάπη της, η δύναμη της ψυχής της, σε έσωσε. Ευγνωμονώ τους Θεούς που κατάφερε να σωθεί τελικά από τα χέρια του Δαίμονα».
«Τον γιο σου θα πρέπει να ευγνωμονείς…» είπε ο Λαέκριον.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο νεαρός σιδεράς.
«Τώρα θα πάμε όλοι στα σπίτια μας» απάντησε το ξωτικό χαμογελώντας, «όμως το σπαθί σού ανήκει πια και είμαι σίγουρος ότι η δράση του δεν τελειώνει εδώ.»
«Το ελπίζω…» σκέφτηκε ο Γκρένιον και χαμογέλασε.
ΤΕΛΟΣ