Δεν είχε ξανάρθει στη κοιλάδα των μεγάλων αετών. Τα υπέροχα αυτά πλάσματα είχαν περάσει πια στους κόσμους των θρύλων. Κανείς δεν είχε δει κάποιον αετό ν' αρμενίζει στον ουρανό. Υπήρχαν πια μόνο στις μπερδεμένες ιστορίες των γερόντων και στο μυαλό του Κ. Είχε ήρθε εδώ για να βρει έναν αετό για να τον ανεβάσει στη κορυφή του απάτητου όρους Μάμπλουγκ όπου υπήρχε η πηγή που ανάβλυζε το νερό της λήθης.
Έβγαλε το παλιό κομμάτι πάπυρο που του έδωσε ο γέρος μάγος στο λιμάνι της Ιλάην, της πόλης με τις 100 φυλές. Το κείμενο ήταν ακαταλαβίστικο για τον Κ. αλλά διάβασε τις αρχαίες λέξεις όσο πιο καθαρά και μεγαλόφωνα μπορούσε. Δεν πέρασαν 2 στιγμές και ο ήχος από τη κίνηση των τεραστίων φτερών διαπέρασε την ατμόσφαιρα. Προσγειώθηκε μπροστά στον Κ. Εκείνος ατάραχος ανέβηκε πάνω του. Προσπάθησε να κρύψει τον θαυμασμό του για την ομορφιά και την μεγαλοπρέπεια του πλάσματος.
Αμέσως βρέθηκαν να κοιτάζουν τη κοιλάδα από μεγάλο ύψος. Αρχικά ο Κ. ένοιωσε να καίγονται οι πνεύμονες του. Όταν όμως ο καθαρός και κρύος αέρας έδιωξε τη βρωμιά από τους πνεύμονες του ένοιωσε μια ευφορία και μια αίσθηση ευεξίας. Πήρε βαθιές ανάσες. Κοίταξε γύρω του. Όλα είχαν πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα από τον ήλιο που έδυε. Προσπέρασαν το βουνό αλλά ο Κ. δεν έδωσε σημασία. Δεν ήξερε που πήγαιναν αλλά δεν τον ενδιέφερε. Απολάμβανε τις στιγμές της ελευθερίας του.
Ο αετός όμως ήξερε. Άρχισαν να κατεβαίνουν. Προσγειώθηκαν στο ξέφωτο ενός μικρού δάσους. Ο κατέβηκε από τον αετό και ξάπλωσε στο χορτάρι. Ένοιωθε ακόμη τον καθαρό αέρα να φυσά μέσα του. Άκουσε ένα απαλό θρόισμα και σηκώθηκε από περιέργεια να δει τι συμβαίνει. Είδε τη φιγούρα της να τον πλησιάζει.
"Πιστεύεις στο πεπρωμένο Κ.;" τον ρώτησε καθώς έσκυψε από πάνω του.
"Όχι!", απάντησε εκείνος "Πιστεύω όμως ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό..."