Η ώρα ήταν 00:55. Βρισκόταν στο ίδιο μπαρ για άλλο ένα βράδυ. Ο πυκνός καπνός των τσιγάρων έδινε στη βαρετή διακόσμηση μια νοσταλγική -σχεδόν φιλμ νουάρ- νότα. Παρέμενε όμως αδιάφορη. Στεκόταν όρθιος στο μπαρ μπροστά, πολύ κοντά στην είσοδο του μαγαζιού, κρατώντας άχαρα το μπουκάλι της μπύρας. Είχε πολύ κόσμο. Ήταν Σαββατόβραδο. Μάταια οι φίλοι του προσπάθησαν να τον πείσουν να περάσουν στο βάθος. Ο Κ. ήθελε να μείνουν εκεί, μπροστά, στην είσοδο. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς κοιτούσε τη γυάλινη πόρτα. Σαν να περίμενε να δει κάποιον ή μάλλον κάποια. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε τίποτα να περιμένει. Ίσως να ήταν η ελπίδα που τον είχε δέσει σε αυτό το σημείο. Ελπίδα όμως για πιο πράγμα; Δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση.
Άρχισε να παρατηρεί τα πρόσωπα των γυναικών που έμπαιναν. Προσπαθούσε να φανταστεί από που ερχόταν, τι έκαναν πριν έρθουν εδώ (π.χ. την ιεροτελεστία της ετοιμασίας τους), πια ήταν η κινητήρια δύναμη που τους ώθησε να φτάσουν ως εδώ. Προσπαθούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν. Τι περίμεναν να βρουν και τελικά τι βρήκαν σε αυτό το μέρος.
Ξαφνικά άρχισε να αισθάνεται το χρόνο να προχωρά αργά γύρω του. Σαν να μην είναι πια μέρος αυτού του κόσμου αλλά ένας τρίτος παρατηρητής που τα έβλεπε όλα σε slow motion. Σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να πάρει το κόκκινο χάπι. Η άγνοια είναι ευλογία. Γέλασε. Τελικά είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Δεν υπήρχε ούτε κόκκινο ούτε μπλε χάπι, μόνο ένας φαντασιόπληκτος, ονειροπόλος χτυπημένος από την ανία και την καθημερινότητα άνθρωπος που εναγωνίως προσπαθούσε να βρει ένα βλέμμα για να πιαστεί. Για να σωθεί.
"Τι σκέφτεσαι και γελάς;". Η φωνή μιας καλής του φίλης τον επανέφερε στον "πραγματικό" χρόνο. "Κάτι που δεν μπορώ να το μοιραστώ" απάντησε εκείνος προσπαθώντας ταυτόχρονα να το κάνει να ακουστεί έξυπνο.
Τότε μπήκε εκείνη. Ο Κ. χαμογέλασε και προσπάθησε να συναντήσει τη ματιά της για να τη χαιρετήσει. Μάταια. Τον προσπέρασε γρήγορα χωρίς καν να τον δει. Σκέφτηκε να την πλησιάσει αυτός και της μιλήσει αλλά άλλαξε αμέσως σκέψη. Δεν ήταν καλός στο small talk. Γενικά δεν ήταν καλός στις δημόσιες κοινωνικές επαφές και ήδη εκείνη ήταν περικυκλωμένη από γνωστούς της.
Αποφάσισε ν΄ασχοληθεί με κάτι άλλο. Άρχισε να συμμετέχει στη συζήτηση των φίλων του.
Κ: Ναι, πιστεύω ότι ο Moon είναι δεξί χαφ και όχι μπακ και είναι γρήγορος, ό,τι πρέπει για να παίζει στη γραμμή.
Φίλος Κ: Ο Τσίλντρες πόσους πόντους έβαλε σήμερα;
Κ: Σιγά, ρε, μη κάτσω να δω φιλικό του ΟΣΦΠ και μάλιστα στο μπάσκετ. Μπάσκετ γενικά δεν βλέπω. Μόνο τον ΠΑΟ κι αυτόν από τον Μάρτιο και μετά.
Φίλος Κ: Σέρβις έκανες;
Κ: Όχι ακόμη. Σε 1.500 χλμ. Ποιος ξέρει πόσο θα μου στοιχίσει...
Άλλος Φίλος Κ.: Αυτή με το Yaris ήρθε;
Α, ναι ήταν κι αυτή με το κόκκινο Yaris. Η συζήτηση γι' αυτή τη κοπέλα είχε ξεκινήσει ως ένα γελοίο αστείο μεταξύ του Κ. και των φίλων του. Στη συνέχεια όμως ο Κ σκέφτηκε γιατί να είναι απλώς ένα αστείο και να μη προσπαθήσει για κάτι περισσότερο; Άλλωστε ήταν όμορφη κοπελίτσα. Δεν την ήξερε όμως καθόλου και αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να φανταστεί ένα τρόπο για να τη γνωρίσει.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε η κοπέλα την οποία σκεφτόταν. Χαμογέλασε, σχεδόν ειρωνικά, με τις σκέψεις του. Τον προσπέρασε και πήγε στο βάθος του μαγαζιού. Δεν την ξαναείδε εκείνο το βράδυ. Είχε αλλάξει και τα μαλλιά της. Πιο ωραία ήταν όπως τα είχε πριν.
Η ώρα πέρασε και ήρθε η στιγμή να φύγουν. Έκανε κρύο. Μπήκε μόνος στο αυτοκίνητο, έβαλε δυνατά το αγαπημένο του cd και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στον δρόμο τα Διάφανα Κρίνα του τραγουδούσαν:
Κάπου θα υπάρχουν άγγελοι
Κάπου θα κρύβονται στη γη
Κάποτε ήσαν άνθρωποι
Ήσανε φίλοι και γνωστοί
Σε μια ανυπόφορη γιορτή
κάτω από δυνατή βροχή
Σε είδα σε ναυάγια
εκεί που λιώναν μόνοι
σαράντα άντρες ναυτικοί
δεμένοι στο τιμόνι
Σε μια ανυπόφορη γιορτή
κάτω από δυνατή βροχή
Πήρες μα κι έδωσες πνοή
στην πιο θολή μου μνήμη
τώρα μπορώ να θυμηθώ
πού σε είχα ξαναδεί
Σε είδα σ' άθλιους καιρούς
να μας σκορπάει το χιόνι
να μπουσουλάμε απ' το ποτό
και μόνο να νυχτώνει
Πήρες μα κι έδωσες πνοή
στην πιο θολή μου μνήμη
τώρα μπορώ να αφεθώ
στης μοναξιάς τη δίνη
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι άνοιξε την τηλεόραση για να τον αποκοιμίσει. Σε ένα κανάλι μόλις άρχιζε η "Λάμψη" του Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Σκέφτηκε πως μόνο τέτοιες ώρες βάζουν αξιόλογες ταινίες. Η συγκεκριμένη ήταν από τις αγαπημένες του. "All work and no play makes Jack a dull boy.".
Τελικά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ίσως να έφταιγε και η ταινία που έβλεπε. Για άλλη μια φορά ο Τζακ Νίκολσον τον καθήλωνε με την ερμηνεία του.
Μετάνιωσε που δεν πήγε να τη χαιρετήσει. Πήρε το κινητό κι έγραψε: "Γεια σου". Αποστολή.