Ήταν Παρασκευή βράδυ και η Έλλη έκανε υπομονή για να περάσουν άλλες δύο ώρες και να τελειώσει η βάρδια της. Λίγοι συνάδελφοί είχαν παραμείνει στην αίθουσα που βρισκόταν και το γραφείο της. Οι προϊστάμενοι είχαν από ώρα φύγει. Τα περισσότερα φώτα είχαν σβήσει. Ησυχία. Τόσα χρόνια δούλευε στο τηλεφωνικό κέντρο και δεν είχε τίποτε να περιμένει. Ενώ μιλούσε στη γραμμή κοιτούσε έξω από το παράθυρο τον σκοτεινό ουρανό και το χιονόνερο που χρωματιζόταν από τα κίτρινα φώτα του επαρχιακού δρόμου.
-Ο κύριος Τερζόπουλος Άρης;
-Ο ίδιος...
-Σας καλώ εκ μέρους της τράπεζας Πειραιώς σχετικά με μια ληξιπρόθεσμη οφειλή.
-Ποια οφειλή;
-Η δόση της κάρτας σας έπρεπε να είχε καταβληθεί ως στις 16 Ιανουαρίου. Παρακαλώ περάστε από ένα ATM ή κατάστημα για να τακτοποιήσετε την οφειλή σας.
-Μα… ξέρετε, εδώ που βρίσκομαι δεν υπάρχει ATM ή τράπεζα.
-Πείτε μου, παρακαλώ, σε πιο νομό είστε για να σας πω που βρίσκεται το κοντινότερο υποκατάστημα.
-Μόλις έφτασα στον Πλούτωνα.
Είχε δίκιο, δεν υπήρχε ακόμη εκεί υποκατάστημα της κωλοτράπεζας για την οποία καλούσε. Πήγε να ρωτήσει πότε θα επιστρέψει αλλά η γραμμή είχε πέσει. Άλλη μια γραμμή έκλεισε χωρίς να πάρει «υπόσχεση πληρωμής». Θα την έπρηζαν πάλι τη Δευτέρα για τα χαμηλά ποσοστά επιτυχίας της.
«Δεν γαμιέται», σκέφτηκε.
Περίεργοι θόρυβοι ακούστηκαν τότε. Τα πάντα άρχιζαν να τραντάζονται. Το γυάλινο κτίριο άρχισε να σηκώνεται ψιλά, μεταλλικά μέρη άλλαζαν μορφή και θέση. Ένα ρομπότ σχηματίστηκε από το κτίριο και πέταξε προς το τέλος της ατμόσφαιρας. Προσπέρασε τη σελήνη ενώ από μακριά φαινόταν η Αφροδίτη. Η Έλλη αράξει στη καρέκλα της και απολάμβανε το ταξίδι. Είδε όλους του πλανήτες να περνάνε από το παράθυρο της. Τελευταίος ο Πλούτωνας πλησίασε τη πορεία του γυάλινου ρομπότ. Η Έλλη κατόρθωσε να δει και τον κο Τερζόπουλο να παίζει με τον σκύλο του σε μια κόκκινη έρημο του πλανήτη.
Το ρομπότ συνέχισε να ταξιδεύει. Η Έλλη έκλεισε το κινητό της και διέγραψε το προφίλ της στο Facebook. Ανέβασε τα πόδια της στο γραφείο κι άναψε ένα τσιγάρο.