Photo: Fr Antunes / flickr |
Ξύπνησε γιατί διψούσε πολύ. Διψούσε σε υπερφυσικό βαθμό. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Περπάτησε, σχεδόν στα τυφλά, σκουντουφλώντας στα λίγα έπιπλα του μικρού σαλονιού. Του άρεσε να ζει λιτά, απλά, καθαρά. Ήπιε νερό χωρίς να ικανοποιήσει αρκετά τη δίψα του. Περνώντας μπροστά από τη πόρτα του μπαλκονιού, που την άφηνε ανοικτή κάθε βράδυ, πρόσεξε το αντιφέγγισμα του γεμάτου φεγγαριού πάνω στη θάλασσα. Ένα ασημένιο μονοπάτι δημιουργούταν και του άρεσε να βλέπει κάθε φορά που είχε πανσέληνο, πάντα του φαινόταν απόκοσμο. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικό, πιο έντονο από κάθε φορά και θαρρούσε πως επεκτεινόταν και στη ξεριά διαπερνώντας όλη τη πόλη μέχρι το διαμέρισμα του. Βγήκε έξω στο μπαλκόνι. Πράγματι, έφτανε έως εκεί και φαινόταν συμπαγές, σαν μια πραγματική αλλόκοσμη ασημένια γέφυρα. Ανέβηκε στα κάγκελα, χωρίς να το σκεφτεί, και πάτησε πάνω της. Ήταν μια πραγματική γέφυρα στο μπαλκόνι του. Περπάτησε πάνω της και προχώρησε, χωρίς φόβο, για να βρει την άλλη άκρη της.
Ξημέρωσε. Κανείς δεν τον έψαξε. Κανείς δεν τον θυμόταν. Μόνο σε κάποιους, λίγους, υπήρχε μια μικρή σκόρπια ανάμνηση για κάποιον Κ. που ήξεραν παλιά. Πολύ παλιά.