Δεν μπορώ να σκεφτώ. Υπάρχει πολύς θόρυβος. Φασαρία. Άνθρωποι γύρω μου που καταναλώνονται, που φθείρονται κάνοντας γελοίους ήχους. Αναζητώ την ησυχία. Ότι κι αν αυτό σημαίνει. Ένα βράδυ Φεβρουαρίου, αναπάντεχα ζεστό, ακούγεται μόνο ο αέρας που φυσά σαν να σε καλεί να βγεις έξω να τον ακούσεις να σου μιλά, να του μιλήσεις κι εσύ.
Οι σκέψεις μου φοβούνται ότι θα ακουστούν και λουφάζουν στα πιο σκοτεινά λημέρια του μυαλού μου. Τις τρομοκρατεί το άγχος για τη δουλειά, το άγχος για το τι θα πουν οι άλλοι. Τι να πουν; Τι έχουν να πουν; Γιατί φωνάζουν; Γιατί τρυπούν το μυαλό μου και μπαίνουν με τη βία μέσα; Ησυχία. Αυτό μόνο αναζητώ. Ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι κάτω από τα τρία δένδρα που έπαιζα, μικρός, στο χωριό μου.